Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

Κατασκηνώσεις - Δήλωση συμμετοχής για το 2011

Παρακαλούνται οι ΜΕΤΟΧΟΙ – ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ που επιθυμούν να στείλουν τα παιδιά τους - ηλικίας 6-14 ετών - στις Κατασκηνώσεις θερινής περιόδου 2011, να υποβάλουν στο ΤΑΜΕΙΟ αίτηση συμμετοχής από 01/04 - 31/05/2011.


Εάν δεν υποβληθεί η ως άνω αίτηση, το ΤΑΜΕΙΟ δεν θα καταβάλει τη σχετική δαπάνη [Άρθρο 23 Υγειονομικού Κανονισμού].



Το νέο Δ.Σ. του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης

Συγκροτήθηκε σε Σώμα το νέο 25μελές διοικητικό συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης. Πρόεδρος εξελέγη ο Νίκος Βαλεργάκης, όπως ανέδειξαν οι προ ημερών αρχαιρεσίες του Συλλόγου, ενώ το νέο διοικητικό σχήμα απαρτίζεται από τους εξής: α' αντιπρόεδρος: Γιάννα Παναγοπούλου, β' αντιπρόεδρος: Κώστας Καλαϊτζής, γενικός γραμματέας: Χρήστος Ράπτης, ταμίας: Γεωργία Βελιτζέλου.

Η θητεία του νέου συμβουλίου είναι 3ετής.

ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘ. 3919 / 2011 (ΦΕΚ Α΄ 32/02.03.2011) - Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας, κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και άσκηση επαγγελμάτων.

ΝΟΜΟΣ ΥΠ΄ ΑΡΙΘ. 3919 / 2011 (ΦΕΚ Α΄ 32/02.03.2011) - Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας, κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και άσκηση επαγγελμάτων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εκδίδομε τον ακόλουθο νόμο που ψήφισε η Βουλή:
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α - ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Άρθρο 1
Αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας
1. Για την πρόσβαση σε επαγγέλματα και την άσκηση τους ισχύει η αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας (άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος).
2. Οι διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας που αφορούν στην πρόσβαση και την άσκηση επαγγελμάτων επιβάλλεται να ερμηνεύονται σε αρμονία προς την αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας και της προστασίας του ανταγωνισμού. Διατάξεις που προβλέπουν περιορισμούς στην πρόσβαση και την άσκηση επαγγελμάτων είναι στενώς ερμηνευτέες.
Άρθρο 2
Κατάργηση αδικαιολόγητων περιορισμών στην πρόσβαση και την άσκηση επαγγελμάτων
1. Οι προβλεπόμενοι στην ισχύουσα νομοθεσία περιορισμοί που αφορούν στην πρόσβαση και την άσκηση επαγγελμάτων, πέραν εκείνων των επαγγελμάτων για τα οποία διαλαμβάνεται ρύθμιση στο κεφάλαιο Β' του παρόντος, καταργούνται μετά την πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος.
2. Ως περιορισμοί, κατά την έννοια της προηγούμενης παραγράφου, νοούνται οι
εξής:
α) Η ύπαρξη, δυνάμει προβλέψεως νόμου, περιορισμένου αριθμού προσώπων τα οποία δικαιούνται να ασκήσουν το επάγγελμα σε όλη την επικράτεια ή σε ορισμένο γεωγραφικό διαμέρισμα, είτε ο αριθμός αυτός ορίζεται ευθέως είτε προσδιορίζεται εμμέσως βάσει πληθυσμιακών ή άλλων κριτηρίων και χορήγηση διοικητικής αδείας για την άσκηση του επαγγέλματος μόνο προς συμπλήρωση του αριθμού τούτου.
β) Η εξάρτηση της χορηγήσεως διοικητικής αδείας για την άσκηση επαγγέλματος από την εκτίμηση της διοικητικής αρχής ως προς την ύπαρξη πραγματικής ανάγκης προς τούτο, που θεωρείται συντρέχουσα όταν η προσφορά υπηρεσιών εκ μέρους των προσώπων που έχουν ήδη αδειοδοτηθεί για την άσκηση του επαγγέλματος δεν είναι ικανοποιητική για το κοινωνικό σύνολο, είτε καθ' όλη την επικράτεια είτε σε ορισμένο γεωγραφικό διαμέρισμα, εν όψει αφ' ενός του αριθμού των προσώπων που ασκούν το επάγγελμα και αφ' ετέρου των προς ικανοποίηση αναγκών του κοινωνικού συνόλου, ως αποδέκτη των υπηρεσιών αυτών.
γ) Η απαγόρευση για ένα πρόσωπο της ασκήσεως επαγγέλματος έξω από ορισμένο γεωγραφικό διαμέρισμα, εντός του οποίου και μόνο είναι αυτή επιτρεπτή.
δ) Η επιβολή της υπάρξεως ελάχιστων αποστάσεων μεταξύ των εγκαταστάσεων προσώπων που ασκούν το επάγγελμα.
ε) Η απαγόρευση για ένα πρόσωπο της δημιουργίας περισσότερων εγκαταστάσεων ή επαγγελματικής δραστηριοποιήσεως σε περισσότερες εγκαταστάσεις, σε ένα ή περισσότερα γεωγραφικά διαμερίσματα.
στ) Η πρόβλεψη αποκλειστικής δυνατότητας ή απαγόρευσης διάθεσης είδους αγαθών από ορισμένη κατηγορία επαγγελματικών εγκαταστάσεων
ζ) Η επιβολή της ασκήσεως επαγγέλματος ή η απαγόρευση της ασκήσεως του υπό ορισμένη ή ορισμένες εταιρικές μορφές ή ο αποκλεισμός της ασκήσεως του υπό εταιρική μορφή, επιτρεπομένης μόνο της ατομικής ασκήσεως αυτού.
η) Η επιβολή περιορισμών σχετιζομένων με τη συμμετοχή στη σύνθεση του μετοχικού ή εταιρικού κεφαλαίου, συναπτομένων προς την ύπαρξη ή την έλλειψη ορισμένης επαγγελματικής ιδιότητας.
θ) Η επιβολή υποχρεωτικών κατώτατων τιμών ή αμοιβών για τη διάθεση αγαθών ή την προσφορά υπηρεσιών είτε αυτές ορίζονται ευθέως είτε προσδιορίζονται εμμέσως με την εφαρμογή συντελεστή κέρδους ή με άλλο ποσοστιαίο υπολογισμό.
ι) Η επιβολή υποχρέωσης στον ασκούντα το επάγγελμα να προσφέρει μαζί με τη δική του υπηρεσία, άλλες συγκεκριμένες υπηρεσίες.
3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου εντός τεσσάρων (4) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, μπορεί να αρθούν και άλλοι περιορισμοί πέραν εκείνων που ορίζονται στην προηγούμενη παράγραφο.
4. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του καθ' ύλην αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών εντός τεσσάρων (4) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, είναι δυνατή η θέσπιση εξαιρέσεως σε σχέση προς ορισμένο επάγγελμα από τη ρύθμιση της παραγράφου 1 και η διατήρηση σε ισχύ περιορισμού αναφερομένου στην παράγραφο 2 ή θεσπιζόμενου δυνάμει της παραγράφου 3, ως έχει ή με ηπιότερη μορφή, εάν:
Ι. Με τον περιορισμό αυτόν επιδιώκεται η εξυπηρέτηση επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος και
II. Ο περιορισμός αυτός είναι πρόσφορο και αναγκαίο μέσο για την εξυπηρέτηση του και, από απόψεως εντάσεως της επεμβάσεως στη σφαίρα της οικονομικής ελευθερίας, τελεί σε εύλογη αναλογία προς τη σπουδαιότητα του επιδιωκομένου να εξυπηρετηθεί επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος, και
III. Ο περιορισμός αυτός δεν εισάγει άμεσα ή έμμεσα διακρίσεις ανάλογα με την ιθαγένεια ή όσον αφορά τις επιχειρήσεις ανάλογα με την έδρα τους.
Άρθρο 3
Κατάργηση αδικαιολόγητων απαιτήσεων προηγούμενης διοικητικής άδειας για την άσκηση επαγγελμάτων
1. Η απαίτηση προηγούμενης διοικητικής άδειας για την άσκηση επαγγέλματος, πέραν εκείνων για τα οποία διαλαμβάνεται ρύθμιση στο Κεφάλαιο Β' του παρόντος, όταν η χορήγηση της άδειας αυτής συναρτάται προς την αντικειμενικώς διαπιστούμενη κατά δεσμία αρμοδιότητα, συνδρομή νόμιμων προϋποθέσεων, παύει να ισχύει μετά πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος. Από το χρονικό εκείνο σημείο και με την επιφύλαξη των οριζομένων στο επόμενο εδάφιο, το επάγγελμα ασκείται ελευθέρως μετά πάροδο τριμήνου από την αναγγελία ενάρξεως ασκήσεως του, συνοδευόμενη από τα νόμιμα δικαιολογητικά για την πιστοποίηση της συνδρομής των νόμιμων προϋποθέσεων, στην κατά τις ισχύουσες στο χρονικό εκείνο σημείο διατάξεις αρμόδια προς αδειοδότηση διοικητική αρχή. Η αρχή αυτή δύναται, εντός τριών (3) μηνών από τη λήψη της αναγγελίας, να απαγορεύσει την άσκηση του επαγγέλματος, στην περίπτωση που δεν συγκεντρώνονται οι νόμιμες προϋποθέσεις προς τούτο ή δεν προκύπτει η συνδρομή τους από τα υποβληθέντα στοιχεία.
Εννομες συνέπειες που προβλέπονται στο νόμο επερχόμενες ή επιβαλλόμενες με διοικητική πράξη ή δικαστική απόφαση, στην περίπτωση ασκήσεως επαγγέλματος χωρίς τη λήψη της απαιτούμενης προς τούτο διοικητικής άδειας, νοούνται μετά πάροδο τεσσάρων (4) μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, συναπτόμενες προς την έναρξη ασκήσεως επαγγέλματος χωρίς προηγούμενη αναγγελία περί τούτου στην αρμόδια διοικητική αρχή και επακόλουθη αναμονή επί τρίμηνο, καθώς και προς την άσκηση του επαγγέλματος παρά τη διατύπωση προς τούτο απαγορεύσεως από την αρμόδια διοικητική αρχή.
2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του καθ' ύλην αρμόδιου Υπουργού και του Υπουργού Οικονομικών εντός τεσσάρων (4) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, είναι δυνατή η θέσπιση εξαιρέσεως ως προς ορισμένο επάγγελμα από τη διάταξη της προηγούμενης παραγράφου, αν η διατήρηση του νομικού καθεστώτος της προηγούμενης διοικητικής άδειας επιβάλλεται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος και με την επιφύλαξη της αρχής της αναλογικότητας.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β - ΕΙΔΙΚΟ ΜΕΡΟΣ
Άρθρο 4
Συμβολαιογράφοι
1.          Μετά το δεύτερο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 40 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν. 2830/2000 Κώδικα Συμβολαιογράφων (ΦΕΚ 96 Α') προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Η αναλογική αμοιβή επιβάλλεται να ορίζεται με την εκδιδόμενη σύμφωνα με το μεθεπόμενο εδάφιο κοινή υπουργική απόφαση σε διαδοχικώς φθίνοντα ποσοστά, κατά τρόπο αντιστρόφως ανάλογο προς την κατά καθοριζόμενες βαθμίδες πλαισίων ποσών κλιμακωτή επαύξηση της, εκφραζόμενης ή αποτιμώμενης σε χρήμα, αξίας επί της οποίας αυτά υπολογίζονται.»
2.          Στο τέλος της παρ. 1 του άρθρου 40 του Κώδικα Συμβολαιογράφων προστίθενται εδάφια ως εξής:
«Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εκδίδεται μετά γνώμη της Συντονιστικής Επιτροπής Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος, καθορίζεται ποσό αξίας αντικειμένου συναλλαγής πάνω από το οποίο η αναλογική αμοιβή για τη σύνταξη συμβολαίων δεν συνιστά την υποχρεωτική αλλά την ανώτατη επιτρεπτή αμοιβή, παρεχομένης της δυνατότητας συνομολογήσεως ελευθέρως, με έγγραφη συμφωνία μεταξύ του συμβολαιογράφου και του δίδοντος την εντολή προς σύνταξη συμβολαίου, μικρότερης αμοιβής. Μη προκυπτούσης συμφωνίας, η ανώτατη επιτρεπτή αμοιβή συνιστά τη νόμιμη αμοιβή. Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων εδαφίων δεν καταλαμβάνουν τα συμβόλαια τα οποία συντάσσονται βάσει των διατάξεων των άρθρων 115, 117 και 118 του Κώδικα Συμβολαιογράφων.»
3. Εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που εκδίδεται μετά γνώμη της Συντονιστικής Επιτροπής Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος, καθορίζεται η αναλογική αμοιβή των συμβολαιογράφων με βάση τη διάταξη του τρίτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 40 του Κώδικα Συμβολαιογράφων, που προστίθεται με την παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από την αναλογική αμοιβή που προβλέπεται κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος.
4. Εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, που εκδίδεται μετά γνώμη της Συντονιστικής Επιτροπής Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος, καθορίζεται, το πρώτον, το ποσό το οποίο προβλέπεται στο τρίτο από το τέλος εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 40 του Κώδικα Συμβολαιογράφων, που προστίθεται με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου.
5. Σε περίπτωση μη διατυπώσεως γνώμης από τη Συντονιστική Επιτροπή Συμβολαιογραφικών Συλλόγων Ελλάδος εντός τριών (3) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, οι κοινές υπουργικές αποφάσεις των δύο προηγούμενων παραγράφων εκδίδονται χωρίς αυτήν.
6. Η παρ. 2 του άρθρου 25 του ν. 3844/2010 (ΦΕΚ 63 Α') εφαρμόζεται αναλόγως και για την εμπορική επικοινωνία των συμβολαιογράφων. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Δικαιοσύνης. Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καταργούνται ή τροποποιούνται οι υφιστάμενοι περιορισμοί και απαγορεύσεις στα πλαίσια των ρυθμίσεων του προηγούμενου εδαφίου.
7. α) Το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 28 του Κώδικα Συμβολαιογράφων, όπως αυτό είχε προστεθεί με την παράγραφο 2 του άρθρου 5 του ν. 3258/ 2004 (ΦΕΚ 144 Α') και είχε αντικατασταθεί με την παράγραφο 3 του άρθρου 11 του ν. 3472/2006 (ΦΕΚ 135 Α'): καταργείται.
β) Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 28 του Κώδικα Συμβολαιογράφων, όπως αυτό είχε προστεθεί με το άρθρο 50 του ν.3689/2008 (ΦΕΚ 164 Α'): καταργείται.
8. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται εφάπαξ με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης. Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, αυξάνεται κατά παρέκκλιση της διαδικασίας που προβλέπεται από τις παραγράφους 1 έως και 9 του άρθρου 17 του ν. 2830/2000 (ΦΕΚ 96 Α'), ο αριθμός θέσεων των συμβολαιογράφων, στο σύνολο της χώρας, κατά ποσοστό από 10% έως 20%. Με το ίδιο διάταγμα διενεργείται η κατανομή των θέσεων ανά ειρηνοδικειακή περιφέρεια, αφού ληφθούν υπόψη τα στοιχεία της παραγράφου 4 του άρθρου 17 του ν. 2830/2000 και η γνώμη των οικείων Συμβολαιογραφικών Συλλόγων.
Άρθρο 5
Δικηγόροι
1. Το άρθρο 44 του κυρωθέντος με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 3026/1954 Κώδικα Δικηγόρων (ΦΕΚ 235 Α') αντικαθίσταται ως εξής:
« Αρθρο 44
Ο δικηγόρος, τόσο όταν ασκεί ατομικά τη δικηγορία όσο και όταν είναι μέλος δικηγορικής εταιρείας, έχει το δικαίωμα να ασκεί το λειτούργημα του στην περιφέρεια του δικηγορικού συλλόγου του οποίου είναι μέλος, καθώς και σε περιφέρειες άλλων δικηγορικών συλλόγων.»
2. Οι παράγραφοι 2 έως και 4, καθώς και 7 του άρθρου 54 του Κώδικα Δικηγόρων αντικαθίστανται ως εξής:
«2. Ο παρά Πρωτοδικείω Δικηγόρος δικαιούται να παρίσταται και να ενεργεί τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις ενώπιον όλων των Πρωτοδικείων, πολιτικών και διοικητικών, καθώς και όλων των Ειρηνοδικείων της Χώρας. Κατ' εξαίρεση, Δικηγόρος παρά Πρωτοδικείω δικαιούται να συμπαρίσταται και ενώπιον Εφετείου με Δικηγόρο παρ' Εφετείω, κατά τη συζήτηση εφέσεως κατ' αποφάσεως Πρωτοδικείου, στη συζήτηση ενώπιον του οποίου έλαβε μέρος. Επίσης, Δικηγόρος παρά Πρωτοδικείω, εφόσον έχει δεκαετή δικηγορική υπηρεσία, δικαιούται να παρίσταται ενώπιον Εφετείου κατά τη συζήτηση εφέσεως κατ' αποφάσεως Πρωτοδικείου, στη συζήτηση ενώπιον του οποίου έλαβε μέρος.
3. Ο παρ' Εφετείω Δικηγόρος δικαιούται να παρίσταται και να ενεργεί τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις ενώπιον όλων των Πρωτοδικείων και Εφετείων, πολιτικών και διοικητικών, καθώς και ενώπιον όλων των Ειρηνοδικείων της Χώρας.
4. Ο παρ' Αρείω Πάγω Δικηγόρος δικαιούται να παρίσταται και να διενεργεί τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, του Αρείου Πάγου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, καθώς και ενώπιον όλων των Πρωτοδικείων και Εφετείων, πολιτικών και διοικητικών, και όλων των Ειρηνοδικείων της Χώρας.»
«7. Δικηγόρος παρ' Εφετείω δικαιούται, εφόσον ασκεί το λειτούργημα για δέκα (10) έτη από τα οποία έξι παρ' Εφετείω, να συμπαρίσταται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας και του Αρείου Πάγου, με δικηγόρο παρ' Αρείω Πάγω, επί αναιρέσεως κατ' αποφάσεως η οποία εκδόθηκε σε υπόθεση, την οποία χειρίσθηκε πρωτοδίκως ή κατ' έφεση.»
3. Οι παράγραφοι 5, 6 και 8 του άρθρου 54 του Κώδικα Δικηγόρων καταργούνται.
4. Το άρθρο 56 του Κώδικα Δικηγόρων αντικαθίσταται ως εξής:
« Αρθρο 56
Σε ποινικές υποθέσεις και ενώπιον κάθε ποινικού δικαστηρίου, πλην του Αρείου Πάγου δικάζοντος ως ακυρωτικού, δύναται να παρίσταται και να διενεργεί τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις κάθε δικηγόρος. Ο παρ' Αρείω Πάγω δικηγόρος δύναται να παρίσταται και να διενεργεί τις σχετικές διαδικαστικές πράξεις ενώπιον όλων των ποινικών δικαστηρίων.»
5. Το πρώτο εδάφιο της παρ.1 του άρθρου 57 του Κώδικα Δικηγόρων αντικαθίσταται ως εξής:
«1. O δικηγόρος υποχρεούται να διατηρεί γραφείο στην έδρα του συλλόγου στον οποίο ανήκει.»
6. α) Η παρ. 1 του άρθρου 92 του Κώδικα Δικηγόρων αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Τα της αμοιβής του Δικηγόρου ορίζονται ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία τούτου και του εντολέως του ή του αντιπροσώπου αυτού, η οποία περιλαμβάνει είτε την όλη διεξαγωγή της δίκης είτε μέρος ή κατ' ιδίαν πράξεις αυτής ή κάθε άλλης φύσεως νομικές εργασίες, οριζόμενες από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου ως υποχρεωτικές ελάχιστες αμοιβές για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, καθώς και για τη διενέργεια εξωδικαστικων νομικών εργασιών, παύουν να ισχύουν
Στην περίπτωση που δεν προκύπτει ύπαρξη έγκυρης έγγραφης συμφωνίας περί αμοιβής για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, ισχύουν οι οριζόμενες σύμφωνα με τα κατωτέρω νόμιμες αμοιβές. Με βάση τις νόμιμες αμοιβές διενεργείται από τα Δικαστήρια η επιδίκαση δικαστικών εξόδων, καθώς και η εκκαθάριση πινάκων δικηγορικών αμοιβών στην περίπτωση που δεν προκύπτει έγκυρη έγγραφη συμφωνία περί αμοιβής, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 178 παράγραφος 1. Επίσης βάσει αυτών προσδιορίζεται η αμοιβή του διοριζόμενου δικηγόρου υπηρεσίας επί παροχής νομικής βοήθειας σύμφωνα με το ν. 3226/2004 (ΦΕΚ 24 Α') ή επί διορισμού δικηγόρου κατά το άρθρο 200 του Κ.Πολ.Δ. σε περίπτωση παροχής ευεργετήματος πενίας ή επί αυτεπάγγελτου διορισμού δικηγόρου σε ποινικές υποθέσεις.
Οπου στις διατάξεις των άρθρων 98-102, 104-123. 125-134, 139-156, 167 και 169 του παρόντος Κώδικα, καθώς και σε οποιαδήποτε άλλη διάταξη νόμου που περιέχει ρύθμιση περί αμοιβής για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, γίνεται αναφορά σε «ελάχιστα όρια αμοιβών» ή «ελάχιστες αμοιβές» ή «αμοιβές», νοούνται εφεξής οι «νόμιμες αμοιβές» κατά την έννοια των προηγούμενων εδαφίων.
Από τις οριζόμενες στην κ.υ.α. υπ' αριθμ. 1117864/ 2297/Α0012/7.12.2007 (ΦΕΚ 2422 Β') ως υποχρεωτικές «ελάχιστες αμοιβές», εξακολουθούν να ισχύουν, αλλά εφεξής ως «νόμιμες αμοιβές» κατά τη ρύθμιση των προηγούμενων εδαφίων, μόνον εκείνες (του Κεφαλαίου Ι «Παραστάσεις σε Δικαστήρια»), οι οποίες αναφέρονται στην παροχή δικηγορικών υπηρεσιών σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας.
Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών, μετά γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, είναι δυνατή επαναρρύθμιση των νόμιμων αμοιβών για την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών σχετιζομένων με την έναρξη και διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, με την τροποποίηση, συμπλήρωση ή αντικατάσταση των διατάξεων που αναφέρονται στα δύο προηγούμενα εδάφια. Το προεδρικό διάταγμα μπορεί να εκδίδεται και χωρίς την προβλεπόμενη στο προηγούμενο εδάφιο γνώμη, αν παρέλθει άπρακτη προθεσμία δύο μηνών από τότε που θα ζητηθεί αυτή με έγγραφο του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Οπου στον παρόντα Κώδικα ή σε οποιονδήποτε άλλο νόμο προβλέπονται νόμιμες αμοιβές, σύμφωνα με τη ρύθμιση της παρούσας παραγράφου, που υπολογίζονται ως ποσοστό επί της αξίας του αντικειμένου της δίκης, με το προεδρικό διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει της εξουσιοδοτήσεως των δύο προηγούμενων εδαφίων, αυτές καθορίζονται σε διαδοχικώς φθίνοντα ποσοστά, κατά τρόπο αντιστρόφως ανάλογο προς την κατά καθοριζόμενες βαθμίδες πλαισίων ποσών κλιμακωτή επαύξηση της. εκφραζόμενης ή αποτιμώμενης σε χρήμα, αξίας επί της οποίας αυτά υπολογίζονται.»
β) Το κατά την προηγούμενη υποπαράγραφο προεδρικό διάταγμα εκδίδεται για πρώτη φορά εντός έξι μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.
7.          Το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 95 του Κώδικα Δικηγόρων αντικαθίσταται ως εξής:
«Η συμφωνία περί αμοιβής αποδεικνύεται σε κάθε περίπτωση με την προσκόμιση του περί αυτής εγγράφου.»
8. Το άρθρο 96 του Κώδικα Δικηγόρων αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 96
1. Ο δικηγόρος για την παράσταση του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων, καθώς και ενώπιον δικαστών υπό την ιδιότητα τους ως ανακριτών ή εισηγητών ή εντεταλμένων δικαστών, και εν γένει για την παροχή υπηρεσιών σχετιζομένων με την έναρξη και τη διεξαγωγή δίκης ή διαδικασίας εκούσιας δικαιοδοσίας, συμπεριλαμβανομένων και των διαδικασιών παροχής προσωρινής δικαστικής προστασίας ή εκδόσεως δικαστικής διαταγής, υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο ορισμένο ποσοστό επί «ποσού αναφοράς» ίσο με το μέχρι την έναρξη ισχύος του παρόντος παρακρατούμενο από την προκαταβολή της δικηγορικής αμοιβής και προοριζόμενο, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, για: αα) την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του Συλλόγου, ββ) την απόδοση ως πόρου, στον τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ), γγ) την απόδοση ως πόρου στο οικείο Ταμείο Προνοίας και τους διαδόχους αυτού φορείς, εφόσον κατά νόμο προβλέπεται τέτοιος πόρος και δδ) την απόδοση ως πόρου στον Ειδικό Διανεμητικό Λογαριασμό νέων δικηγόρων του άρθρου 33 του ν. 2915/ 2001 (ΦΕΚ 109 Α'). Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων προσδιορίζονται, σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάξεις, τα κατά περίπτωση αποδιδόμενα ποσοστά, καθώς και το συνολικό ποσοστό επί «ποσού αναφοράς» που υποχρεούται ο Δικηγόρος να προκαταβάλλει, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο πρώτο εδάφιο.
Σε περίπτωση αναβολής της συζήτησης ή ματαίωσης της δίκης, η προκαταβολή αναζητείται από τον Δικηγόρο που προέβη σε αυτήν. Αλλως, η προκαταβολή ισχύει για τη νέα συζήτηση.
Με κοινή απόφαση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, καθορίζεται το προβλεπόμενο στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου αυτής «ποσό αναφοράς» για κάθε διαδικαστική ενέργεια ή παράσταση του δικηγόρου και ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής. Η απόφαση μπορεί να εκδίδεται και χωρίς τη γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, αν παρέλθει άπρακτη προθεσμία δύο (2) μηνών από τότε που θα ζητηθεί αυτή με έγγραφο του Υπουργού Δικαιοσύνης Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Ως «ποσό αναφοράς», κατά την πρώτη εφαρμογή της παρούσας διάταξης, νοείται το ποσό που ορίζεται στην κ.υ.α. υπ' αριθμ. 1117864/2297/Α0012/7.12.2007 (ΦΕΚ 2422 Β') για την αντίστοιχη διαδικαστική πράξη ή παράσταση δικηγόρου.
2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μετά γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, μπορεί να αναπροσαρμόζονται τα ποσοστά, τα οποία είναι εφαρμοστέα επί των «ποσών αναφοράς», που ορίζονται στα τρία πρώτα εδάφια της προηγούμενης παραγράφου. Το διάταγμα αυτό μπορεί να εκδίδεται και χωρίς τη γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, αν παρέλθει άπρακτη προθεσμία δύο (2) μηνών από τότε που θα ζητηθεί αυτή με έγγραφο του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Με το ίδιο προεδρικό διάταγμα μπορεί να αντικαθίσταται το ως άνω σύστημα των ποσοστών επί ποσών αναφοράς με καθοριζόμενα προκαταβαλλόμενα πάγια ποσά για κάθε διαδικαστική πράξη ή παράσταση δικηγόρου.
3. Από την υποχρέωση της προκαταβολής, που ορίζεται και υπολογίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 1, απαλλάσσονται οι δικηγόροι, όταν εκπροσωπούν:
α) διαδίκους που αναγνωρίζονται ως «πένητες», σύμφωνα με τα άρθρα 194 έως 204 του Κ.Πολ.Δ., ή ως δικαιούχοι νομικής βοήθειας σύμφωνα με το ν. 3326/2004.
β) διαδίκους που εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 175 παρ. 2 και 201 παρ. 6 του παρόντος Κώδικα.
γ) το Ελληνικό Δημόσιο και
δ) διαδίκους που αμείβουν τον δικηγόρο τους με πάγια αντιμισθία. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, η υποχρέωση προκαταβολής της παραγράφου 1 βαρύνει τον διάδικο, για την καταβολή όμως του ποσού αυτής ευθύνεται εις ολόκληρον και ο δικηγόρος.
Η συνδρομή των περιπτώσεων β', γ' και δ' αποδεικνύεται με υπεύθυνη δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου.
4. Αναφορικά με την εκπλήρωση της υποχρεώσεως προκαταβολής της παραγράφου 1, ο δικηγόρος που παρίσταται υποχρεούται να καταθέσει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής του ποσού αυτής.
Δικηγόρος που παραβιάζει την υποχρέωση προκαταβολής της παραγράφου 1, υποχρεούται να καταβάλει κάθε ποσό που έπρεπε να έχει προκαταβάλει και τιμωρείται με πρόστιμο ύψους χιλίων (1.000) έως είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ και σε περίπτωση υποτροπής με την πειθαρχική ποινή της προσωρινής παύσης από το δικηγορικό λειτούργημα από δεκαπέντε (15) ημέρες μέχρι έξι (6) μήνες.
Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ύστερα από πρόταση της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, τα παραπάνω όρια του ύψους του προστίμου μπορούν να αναπροσαρμόζονται.
Το ποσό προστίμου και κάθε ποσό που έπρεπε να έχει προκαταβληθεί καταβάλλονται στο ταμείο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, εισπράττονται δε κατά τις διατάξεις του άρθρου 79 παράγραφος 2 του Κώδικα περί Δικηγόρων
Οι προϊστάμενοι των γραμματειών όλων των δικαστηρίων υποχρεούνται στο τέλος κάθε μηνός να αποστέλλουν στους οικείους δικηγορικούς συλλόγους ονομαστικές καταστάσεις των δικηγόρων που παρέστησαν χωρίς να προσκομίσουν το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του παρόντος γραμμάτιο προκαταβολής, μνημονεύοντας ταυτόχρονα τα στοιχεία του διαδίκου για τον οποίο παρέστησαν, τη δικονομική του θέση, την ημερομηνία δικασίμου, το δικαστήριο και το είδος της διαδικασίας.»
9. Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου 96Α του Κώδικα Δικηγόρων αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Επί υπάρξεως σε Δικηγορικό Σύλλογο ιδιαίτερου διανεμητικού λογαριασμού, το κατά το επόμενο εδάφιο της παραγράφου αυτής οριζόμενο ποσοστό, ως πόρος του λογαριασμού τούτου, υπολογίζεται επί «ποσού αναφοράς», κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου, που εφαρμόζεται εν προκειμένω αναλόγως, προκαταβάλλεται δε μαζί με το προκαταβαλλόμενο σύμφωνα με την παράγραφο 1 του προηγούμενου άρθρου ποσοστό.»
10. Τα άρθρα 160 και 161 του Κώδικα Δικηγόρων αντικαθίστανται ως εξής:
« Αρθρο 160
Για τον έλεγχο τίτλων ιδιοκτησίας ακινήτου και τη σύνταξη της σχετικής έκθεσης, η αμοιβή του δικηγόρου καθορίζεται ελεύθερα με γραπτή συμφωνία, όπως ορίζει το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 92.
Αρθρο 161
1. Για τη σύνταξη ιδιωτικών εγγράφων ή σχεδίων δημοσίων εγγράφων για κάθε είδους δικαιοπραξίες, η αμοιβή του δικηγόρου καθορίζεται ελεύθερα με γραπτή συμφωνία, όπως ορίζει το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 92.
2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που εκδίδεται μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου, η οποία λαμβάνεται με πλειοψηφία των 2/3 των μελών του, και δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, μπορεί να συστήνεται ιδιαίτερος λογαριασμός για την συγκέντρωση καταβαλλόμενων ποσών (υποχρεωτικών εισφορών) από δικηγόρους επί διενέργειας οριζόμενων εξώδικων ή δικαστικών εργασιών και να ρυθμίζονται τα αναγκαία ζητήματα για τη συγκέντρωση των καταβαλλόμενων ποσών, τη διανομή τους στα μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου και κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για τη λειτουργία του λογαριασμού.
Με όμοια απόφαση, εκδιδόμενη κατά την ίδια διαδικασία, οι δικηγόροι που προβαίνουν στις νομικές εργασίες της προηγούμενης παραγράφου ή σε άλλες οριζόμενες νομικές εργασίες, μπορεί να υποχρεούνται σε προκαταβολή εισφοράς προς τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο συγκεκριμένου ποσοστού, επί «ποσού αναφοράς» ή επί «ποσοστού αναφοράς», το οποίο υπολογίζεται επί της αξίας του αντικειμένου της δικαιοπραξίας.
Ο οικείος Δικηγορικός Σύλλογος εκδίδει τριπλότυπη απόδειξη, ένα από τα αντίτυπα της οποίας προσαρτάται από τον συμβολαιογράφο στο συμβόλαιο. Η παράλειψη προσαρτήσεως συνιστά πειθαρχικό αδίκημα του συμβολαιογράφου.
3. Τα «ποσά» ή τα «ποσοστά αναφοράς», με βάση τα οποία υπολογίζονται ποσοστιαίως οι προκαταβολές των δικηγόρων προς τον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, όπως ορίζεται στην προηγούμενη παράγραφο, καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μετά γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος. Με όμοια απόφαση τα ποσά και τα ποσοστά αυτά αναπροσαρμόζονται.
Η απόφαση, κατά τα δύο προηγούμενα εδάφια, μπορεί να εκδίδεται και χωρίς την γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, αν παρέλθει άπρακτη προθεσμία δύο (2) μηνών από τότε που θα ζητηθεί αυτή με έγγραφο του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
4. Μέχρι την έκδοση κοινής υπουργικής αποφάσεως κατά το πρώτο εδάφιο της προηγούμενης παραγράφου, το «ποσοστό αναφοράς» επί του οποίου υπολογίζεται ποσοστιαίως το ποσό που ο δικηγόρος υποχρεούται να προκαταβάλλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο σύμφωνα με την παράγραφο 2, ορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της δικαιοπραξίας ως εξής:
α) για το ποσό μέχρι 44.000 ευρώ, «ποσοστό αναφοράς» 1%.
β) για το ποσό από 44.001 ευρώ και μέχρι 1.467.000 ευρώ, «ποσοστό αναφοράς» 0,5%.
γ) για το ποσό από 1.467.001 ευρώ μέχρι 2.935.000 ευρώ, «ποσοστό αναφοράς» 0,4%.
δ) για το ποσό από 2.935.001 ευρώ μέχρι 5.810.000 ευρώ, «ποσοστό αναφοράς» 0,3%.
ε) για το ποσό από 5.810.001 ευρώ μέχρι 14.673.500 «ποσοστό αναφοράς» 0,2%.
στ) για το ποσό από 14.673.501 ευρώ μέχρι 29.347.000 ευρώ, «ποσοστό αναφοράς» 0,1%.
ζ) για το ποσό από 29.347.001 μέχρι 58.694.000 ευρώ, «ποσοστό αναφοράς» 0,05% και
η) για το ποσό πέραν των 58.694.000 ευρώ, «ποσοστό αναφοράς» 0,01%.
θ) για δικαιοπραξία της οποίας το αντικείμενο είναι περιοδικές παροχές ή πρόσοδοι απροσδιορίστου χρόνου, το «ποσοστό αναφοράς» προσδιορίζεται σύμφωνα με τα προηγούμενα εδάφια, βάσει του διπλασίου της ετήσιας παροχής ή προσόδου.
5. Για δικαιοπραξία της οποίας το αντικείμενο δεν συνίσταται σε ορισμένη χρηματική ποσότητα, η αξία προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4, βάσει της πραγματικής αξίας του αντικειμένου της.
Για δικαιοπραξία επί περισσοτέρων αντικειμένων, η αξία προσδιορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο 4, βάσει της αξίας την οποία έχουν συνολικά τα αντικείμενα της.
Για δικαιοπραξία της οποίας το αντικείμενο είναι από τη φύση του απροσδιόριστης αξίας, ληπτέο υπόψη ως «ποσό αναφοράς», είναι το ποσό των 100 ευρώ.
6. Από την υποχρέωση προκαταβολής εισφοράς προς το Δικηγορικό Σύλλογο, κατά την παράγραφο 2, απαλλάσσονται οι δικηγόροι οι οποίοι εκπροσωπούν συμβαλλόμενους που εμπίπτουν στις διατάξεις του άρθρου 175 παράγραφος 2 και 201 παράγραφος 6 του παρόντος Κώδικα.»
11. Οι υπουργικές αποφάσεις που έχουν εκδοθεί κατ1 εξουσιοδότηση της παραγράφου 7 του άρθρου 161 του Κώδικα Δικηγόρων, όπως αυτό ίσχυε πριν την αντικατάσταση του με την προηγούμενη παράγραφο, διατηρούνται σε ισχύ μέχρι την έκδοση των αντίστοιχων υπουργικών αποφάσεων δυνάμει της παραγράφου 2 του άρθρου 161, όπως τούτο αντικαθίσταται με την προηγούμενη παράγραφο.
12. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου 175 του Κώδικα Δικηγόρων αντικαθίστανται ως εξής:
«1.0 Δικηγόρος δεν δύναται να παρέχει τις υπηρεσίες του δωρεάν.
2. Εξαιρετικώς, επιτρέπεται η παροχή υπηρεσιών, χωρίς τον περιορισμό της παραγράφου 1, προς σύζυγο ή προς συγγενή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του τρίτου βαθμού, καθώς και προς δικηγόρο ή συνταξιούχο δικηγόρο, εφόσον πρόκειται για προσωπική τους υπόθεση, οι οποίοι όμως προκαταβάλλουν τα δικαστικά έξοδα.»
13. Στο άρθρο 176 του Κώδικα Δικηγόρων οι λέξεις «ή εξώδικους» διαγράφονται.
14. Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 178 του Κώδικα Δικηγόρων
αντικαθίσταται με δύο εδάφια, ως εξής:
«1. Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, τα Δικαστήρια κατά την επιδίκαση δικαστικών εξόδων, καθώς και κατά την εκκαθάριση πινάκων δικηγορικών αμοιβών, που διενεργείται στην περίπτωση κατά την οποία δεν προκύπτει ύπαρξη έγκυρης έγγραφης συμφωνίας περί αμοιβής μεταξύ του δικηγόρου και του εντολέως του ή αντιπροσώπου αυτού, εφαρμόζουν τις περί νομίμων αμοιβών διατάξεις του Κώδικα τούτου. Προς τούτο λαμβάνουν υπόψη τον πίνακα των γενομένων εξόδων και των καταβλητέων αμοιβών που παρατίθεται υποχρεωτικά από τους διαδίκους κάτω από τις προτάσεις τους.»
15. Οι παράγραφοι 2 έως και 7 του άρθρου 7 του ν. 2753/1999 (ΦΕΚ 249 Α') καταργούνται.
16. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, μετά γνώμη της Ολομέλειας των Προέδρων των Δικηγορικών Συλλόγων της Ελλάδος, διενεργείται κάθε αναγκαία προσαρμογή στις διατάξεις του παρόντος νόμου των διατάξεων του Κώδικα Δικηγόρων, καθώς και οποιουδήποτε άλλου νομοθετήματος που αφορά την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος.
Αρθρο 6
Δικηγορικές εταιρείες
1. Το άρθρο 1 του π.δ. 81/2005 (ΦΕΚ 120 Α') αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρθρο 1
Ιδρυση εταιρείας μεταξύ δικηγόρων
1. Δύο ή περισσότεροι δικηγόροι, μέλη του ίδιου δικηγορικού συλλόγου μπορούν να συστήσουν «Αστική Επαγγελματική Δικηγορική Εταιρία», με σκοπό την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών σε τρίτους και τη διανομή των συνολικών καθαρών αμοιβών, που θα προκύψουν από τη δραστηριότητα τους αυτή. Δικηγόρος ή δικηγόροι μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών μπορούν να συστήσουν δικηγορική εταιρεία κατά τα ανωτέρω με δικηγόρο ή δικηγόρους μέλη του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς. Η έδρα της εταιρείας ορίζεται με το καταστατικό της.
2. Η δικηγορική εταιρία δύναται να ιδρύει υποκαταστήματα στην αλλοδαπή σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις της νομοθεσίας της Ε.Ε. και της νομοθεσίας του εκάστοτε κράτους υποδοχής.
3. Σε κάθε δικηγορικό σύλλογο της χώρας, ο συνολικός αριθμός των δικηγορικών εταιριών, οι οποίες έχουν την έδρα τους στην πρωτοδικειακή του περιφέρεια, καθώς και των δικηγόρων που ασκούν μόνοι τους ελεύθερη δικηγορία απαγορεύεται να περιοριστεί με σύσταση εταιριών κάτω από το συνολικό αριθμό επτά (7).»
2. Η παρ. 2 του άρθρου 4 του π.δ. 81/2005 αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η έγκριση του καταστατικού και των τροποποιήσεων αυτού γίνεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του δικηγορικού συλλόγου της έδρας της εταιρίας, που ελέγχει αν οι διατάξεις του καταστατικού συμφωνούν με τις διατάξεις του νόμου.
Αν παρέλθει άπρακτο διάστημα μηνός από την υποβολή προς έγκριση του καταστατικού ή τροποποιήσεως αυτού, η έγκριση λογίζεται παρασχεθείσα.»
3. Η παρ. 4 του άρθρου 4 του π.δ. 81/2005 αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Η απόφαση της δικηγορικής εταιρίας για ίδρυση υποκαταστήματος γνωστοποιείται εντός προθεσμίας δέκα (10) ημερών από τη λήψη της, στο δικηγορικό σύλλογο της έδρας της εταιρίας. Η ίδρυση υποκαταστήματος καταχωρείται στα βιβλία εταιριών του δικηγορικού συλλόγου της έδρας της εταιρίας.»
4. Όπου στο π.δ. 81/2005 χρησιμοποιείται ο όρος «οικείος δικηγορικός σύλλογος» νοείται ο «δικηγορικός σύλλογος της έδρας της εταιρείας».
Αρθρο 7
Μηχανικοί
1.α) Η αμοιβή των μηχανικών, για την μελέτη των έργων που αναφέρονται στο άρθρο 1 παρ. 1 του π.δ. 696/1974 (ΦΕΚ301 Α'), καθορίζεται ελεύθερα με έγγραφη συμφωνία των συμβαλλομένων. Οι προβλεπόμενες στο προεδρικό διάταγμα τούτο ως υποχρεωτικώς ελάχιστες αμοιβές παύουν εφεξής να ισχύουν με αυτόν το χαρακτήρα.
Τα ανωτέρω ισχύουν αντιστοίχως και ως προς κάθε οριζόμενη από οποιαδήποτε διάταξη νόμου ως υποχρεωτικώς ελάχιστη αμοιβή για εργασίες που αναφέρονται στο άρθρο 59 του ν.δ. της 17.7/16.8.1923, όπως το άρθρο αυτό αντικαθίσταται με την παράγραφο 10 του παρόντος άρθρου.
β) Η Δ.Ε. του Τ.Ε.Ε., όταν περιέρχεται στην αντίληψη του περίπτωση συνομολογήσεως από μηχανικό σύμβασης, της οποίας η αμοιβή φαίνεται ασυνήθιστα χαμηλή, τον καλεί εγγράφως να δικαιολογήσει το ύψος της, ζητώντας τις διευκρινίσεις που κρίνει σκόπιμες. Εφόσον οι εξηγήσεις του ενδιαφερομένου δεν κριθούν ικανοποιητικές, το Δ.Σ. του Τ.Ε.Ε. μπορεί να ασκεί πειθαρχική δίωξη κατά τις κείμενες διατάξεις.
2. Η σχετική σύμβαση, η οποία πρέπει να περιέχει τουλάχιστον τα στοιχεία που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 1 του β.δ. της 30/31.5.1956 (ΦΕΚ 134 Α'), κατατίθεται από τον μηχανικό στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος (Τ.Ε.Ε.). Μετά την περαίωση της μελέτης, ο μηχανικός γνωστοποιεί στο Τ.Ε.Ε. τα στοιχεία που προκύπτουν από αυτήν, με βάση τα οποία υπολογίζει και καταβάλλει στο Τ.Ε.Ε τις εισφορές και τα λοιπά δικαιώματα, όπως αυτά προβλέπονται στη νομοθεσία, είτε ως παρακρατούμενα από την αμοιβή του μηχανικού, που ε-πεβάλλετο κατά το άρθρο 2 του β.δ. της 30/31.5.1956 να κατατίθεται στο Τ.Ε.Ε., είτε ως καταβαλλόμενα στο Τ.Ε.Ε. ως δικαιούχο ή προς απόδοση σε τρίτους δικαιούχους. To T.E.E., μετά από επαλήθευση των στοιχείων και του βάσει αυτών γενόμενου υπολογισμού των εισφορών, τον οποίο οριστικοποιεί, αποδίδει στους νόμιμους δικαιούχους τις καταβαλλόμενες σε αυτό εισφορές και δικαιώματα, πέραν εκείνων που προορίζονται γι' αυτό.
3. Οι διατάξεις των προηγούμενων παραγράφων ισχύουν αντιστοίχως και ως προς τον επιβλέποντα μηχανικό για τις εργασίες επίβλεψης, καθώς και τον αναλαμβάνοντα τη διοίκηση έργου.
4. Οι εισφορές υπέρ του Τ.Ε.Ε., υπέρ ασφαλιστικών ταμείων και λογαριασμών, καθώς και οι λοιπές εισφορές και δικαιώματα που προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία ότι υπολογίζονται επί της αμοιβής των μηχανικών, υπολογίζονται εφεξής επί της συμβατικής αμοιβής, εφόσον αυτή είναι μεγαλύτερη από την νόμιμη αμοιβή κατά την έννοια της παρ. 1 του άρθρου 1 του π.δ. 696/1974, όπως αντικαθίσταται με την παράγραφο 8, άλλως υπολογίζονται επί της νόμιμης αμοιβής.
Στις περιπτώσεις που οι ως άνω εισφορές προβλέπεται από την ισχύουσα νομοθεσία ότι υπολογίζονται επί της υποχρεωτικώς ελάχιστης αμοιβής, υπολογίζονται εφεξής επί της νομίμου αμοιβής.
5. Οι αναφερόμενες στο π.δ. 696/1974 «ελάχιστες αμοιβές» ή «αμοιβές» νοούνται εφεξής ως νόμιμες αμοιβές κατά την έννοια της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ίδιου διατάγματος όπως αντικαθίσταται με την παράγραφο 8 και, πέραν της λήψεως υπόψη για τον υπολογισμό νόμιμων εισφορών και δικαιωμάτων από το Τ.Ε.Ε. κατά την προηγούμενη παράγραφο, λαμβάνονται επίσης υπόψη από τα δικαστήρια κατά την εκδίκαση διαφορών από αμοιβές μηχανικών για την παροχή εργασίας σύμφωνα με τα άρθρα 677 έως 681 του Κ.Πολ.Δ., όταν δεν προκύπτει έγκυρη έγγραφη συμφωνία περί αυτών.
6. Ειδικά για την έκδοση οικοδομικών αδειών, ο προϋπολογισμός που αναφέρεται στο άρθρο 3 του π.δ. 696/ 1974 εξάγεται είτε βάσει αναλυτικού προϋπολογισμού είτε σύμφωνα με τις τιμές μονάδος που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, κατόπιν γνώμης του Τ.Ε.Ε., η οποία λαμβάνει υπόψη το κόστος κατασκευής, όπως εξάγεται από τον αντικειμενικό προσδιορισμό της αξίας των ακινήτων (άρθρο 41 του ν. 1249/1982 (ΦΕΚ 43 Α'), όπως κάθε φορά ισχύει.
7. Η παρ. 6 του άρθρου 3 του π.δ. 696/1974 καταργείται.
8. Η παρ. 1 του άρθρου 1 του π.δ. 696/1974 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Οι καθοριζόμενες με το διάταγμα αυτό αμοιβές αποτελούν τις νόμιμες αμοιβές, οι οποίες ισχύουν για την περίπτωση που δεν προκύπτει έγκυρη έγγραφη συμφωνία αμοιβής, για την εκπόνηση μελετών και τη διενέργεια επιβλέψεων - παραλαβών και εκτιμήσεων Συγκοινωνιακών, Υδραυλικών και Κτιριακών Έργων ως και Τοπογραφικών Κτηματογραφικών και Χαρτογραφικών Εργασιών, κατά τις κατωτέρω κατηγορίες ή διακρίσεις αυτών.»
9. Το πρώτο και το δεύτερο εδάφιο της παρ. 7 του άρθρου 3 του π.δ. 696/1974 καταργούνται.
10. Το άρθρο 59 του από 17.7/16.8.1923 νομοθετικού διατάγματος (ΦΕΚ 228 Α') αντικαθίσταται ως εξής:
« Αρθρο 59
Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής και Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, μετά γνώμη της Διοικούσας Επιτροπής του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, εγκρίνεται κανονισμός αμοιβών των διπλωματούχων ανώτατων σχολών μηχανικών γενικά και αρχιτεκτόνων, μελών του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, καθώς και αυτών που ασκούν τα επαγγέλματα αυτά, βάσει ειδικών διατάξεων νόμου, εν όλω ή εν μέρει. Με τον κανονισμό αυτόν καθορίζεται η νόμιμη αμοιβή για τη μελέτη, επίβλεψη, εποπτεία ή έλεγχο και παραλαβή κάθε είδους έργων ή εγκαταστάσεων, καθώς και για κάθε είδους τεχνικές γενικά εργασίες και υπηρεσίες, όπως σχεδιαγράμματα, καταμετρήσεις, γνωμοδοτήσεις, πραγματογνωμοσύνες ή αμοιβές που καταβάλλονται σε αυτούς που μετέχουν σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς και στους κριτές αυτών.
Μεταξύ των ως άνω έργων περιλαμβάνονται επίσης οι τοπογραφικές και κτηματογραφικές εργασίες, καθώς και οι χωροταξικές, ρυθμιστικές, πολεοδομικές και περιβαλλοντικές μελέτες.
Η αμοιβή αυτή οφείλεται, εφόσον δεν προκύπτει έγκυρη έγγραφη συμφωνία αμοιβής.»
11. Οι παράγραφοι 1 και 2 του άρθρου μόνου του ν.δ. 2726/1953 (ΦΕΚ 325 Α')
καταργούνται.
12. α) Επί της συμβατικώς συνομολογουμένης ή της νομίμου αμοιβής κατά τις διακρίσεις της παραγράφου 4. καταβάλλεται από τον μηχανικό υπέρ του Τ.Ε.Ε. ποσοστό 2% για τις πάσης φύσεως δαπάνες αυτού. Σε περίπτωση άρνησης, δυστροπίας ή καθυστέρησης καταβολής των αμοιβών μελετών ή επιβλέψεων από εργοδότη, μπορεί και το Τ.Ε.Ε. να επιδιώξει δικαστικώς την είσπραξη της οφειλόμενης αμοιβής, ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου μέλους του Τ.Ε.Ε. ή της εταιρείας, γραφείου ή συμπράξεως γραφείων εκπονήσεως τεχνικών μελετών. Με την αίτηση πρέπει να προσδιορίζεται και το σύνολο της οφειλόμενης αμοιβής.
β) Η παρ. 4 του άρθρου μόνου του ν.δ. 2726/1953 (ΦΕΚ 325 Α') καταργείται.
13. Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 2 του β.δ. της 30/31.5.1956 καταργούνται.
14. Το τρίτο και το τέταρτο εδάφιο της παρ. 4 του άρθρου 2 του β.δ. της 30/31.5.1956 αντικαθίστανται ως εξής:
«Αίτημα της αγωγής θα είναι η αναγνώριση υποχρεώσεως καταβολής ή η καταβολή του οφειλόμενου ποσού στο μελετητή μηχανικό. Τούτο εφαρμόζεται αναλογικά και στην περίπτωση ασφαλιστικών μέτρων.»
15. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και Οικονομικών, μετά γνώμη της Διοικούσας Επιτροπής του Τ.Ε.Ε., διενεργείται κάθε αναγκαία προσαρμογή στις διατάξεις του παρόντος νόμου των διατάξεων της νομοθεσίας που διέπει την εκπόνηση μελετών ιδιωτικών έργων και τις αμοιβές των μηχανικών.
16. Η παράγραφος 8 του άρθρου 4 του ν. 3316/2005 (ΦΕΚ 42 Α') καταργείται.
17. Το τρίτο εδάφιο της περιπτώσεως β' της παρ. 9 του άρθρου 6 του ν. 3316/2005 αντικαθίσταται ως εξής:
«Η υποβληθείσα οικονομική προσφορά κατά κατηγορία μελέτης απορρίπτεται εφόσον οι ποσότητες του φυσικού αντικειμένου της προσφοράς δεν αντιστοιχούν στην προτεινόμενη τεχνική λύση.»
18. Στο πρώτο εδάφιο της παρ. 5 του άρθρου 7 του ν.3316/2005 οι λέξεις «σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 7 και 8» αντικαθίστανται με τις λέξεις «σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 7».
19. Το δεύτερο εδάφιο της παρ. 10 του άρθρου 7 του ν.3316/2005 αντικαθίσταται ως εξής:
«Η υποβληθείσα οικονομική προσφορά κατά κατηγορία μελέτης απορρίπτεται εφόσον οι ποσότητες του φυσικού αντικειμένου της προσφοράς δεν αντιστοιχούν στο αντικείμενο της μελέτης όπως προκύπτει από τα στοιχεία του εδαφίου β' της παραγράφου 2.»
20. Οι παράγραφοι 2 και 3 του άρθρου 19 του ν. 3316/ 2005 καταργούνται.
21. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση των Υπουργών Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων και Οικονομικών, διενεργείται κάθε αναγκαία προσαρμογή του ν. 3316/2005 και των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων, στις διατάξεις του παρόντος νόμου.
22. Με απόφαση του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, που εκδίδεται μέσα σε προθεσμία δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, προσαρμόζονται οι διατάξεις της υπ' αριθμ. ΔΜΕΟ/α/ οικ/1161 (ΦΕΚ 1064 Β/2005) υπουργικής απόφασης που αφορούν τη βαθμολόγηση οικονομικών προσφορών, στις διατάξεις της παρ. 8 του άρθρου 4 του ν.3316/2005, όπως αντικαθίστανται με τις διατάξεις της παραγράφου 16 του παρόντος άρθρου.
Άρθρο 8
Νόμιμοι Ελεγκτές
1.         Η παρ. 6 του άρθρου 18 του ν. 2231/1994 (ΦΕΚ 139 Α') αντικαθίσταται ως
ακολούθως:
«6. Με γενικές ή ειδικές αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.), μετά πρόταση του Εποπτικού Συμβουλίου του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών (Σ.Ο.Ε.Λ.), καθορίζονται οι ελάχιστες αναγκαίες ώρες για τη διενέργεια των υποχρεωτικών ελέγχων, το ανώτατο όριο ετήσιας απασχόλησης των νόμιμων ελεγκτών και του βοηθητικού προσωπικού τους στους υποχρεωτικούς ελέγχους και τα υποβαλλόμενα στο Σ.Ο.Ε.Λ. στοιχεία της χρήσεως, στην οποία αφορά ο κάθε έλεγχος. Για τον καθορισμό των ελάχιστων αναγκαίων ωρών υποχρεωτικών ελέγχων, λαμβάνονται ιδίως υπόψη αντικειμενικά δεδομένα αναγόμενα κατά περίπτωση στην κατηγορία οντοτήτων ή στη συγκεκριμένη οντότητα, που αναφέρονται στα γενικά χαρακτηριστικά του κλάδου, στην πολυπλοκότητα του αντικειμένου του ελέγχου, στην οργανωτική δομή, στο μέγεθος και στην ιδιαίτερη σημασία της ασκούμενης δραστηριότητας για το δημόσιο συμφέρον.»
2. Η περίπτωση α' της παρ. 2 του άρθρου 18 του π.δ. 226/1992 (ΦΕΚ 120 Α') καταργείται.
3. α) Στο τέλος της περίπτωσης α' της παρ. 3 του άρθρου 18 του π.δ. 226/1992 (ΦΕΚ 120 Α') προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Αν το Ελεγκτικό Γραφείο αποδέχεται τη διενέργεια του ελέγχου, οφείλει μέσα σε ένα μήνα από τη λήψη της εντολής να γνωστοποιήσει στην προς έλεγχο οντότητα και στο Εποπτικό Συμβούλιο του Σ.Ο.Ε.Λ. το όνομα του νόμιμου ελεγκτή ή ελεγκτών στους οποίους ανέθεσε την ευθύνη του συγκεκριμένου ελέγχου.»
β) Οι περιπτώσεις β' και γ' της παρ. 3 του άρθρου 18 του π.δ. 226/1992 αντικαθίστανται ως εξής:
«β. Ο εκλεγόμενος νόμιμος ελεγκτής ή ελεγκτικό γραφείο οφείλει να αποποιηθεί αμέσως την εκλογή του, αν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις της περίπτωσης γ' της προηγούμενης παραγράφου 2, γνωστοποιώντας την αποποίηση του και στο Εποπτικό Συμβούλιο του Σώματος Ορκωτών Ελεγκτών Λογιστών (Σ.Ο.Ε.Λ.). Η μη τήρηση της υποχρέωσης αυτής συνιστά πειθαρχικό αδίκημα και συνεπάγεται την επιβολή χρηματικής ποινής από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ μέχρι εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και την ενδεχόμενη υποτροπή. Για τη διαπίστωση της παράβασης και την επιμέτρηση της χρηματικής ποινής αποφασίζει το Πειθαρχικό Συμβούλιο της Επιτροπής Λογιστικής Τυποποίησης και Ελέγχων (Ε.Λ.Τ.Ε.).
γ. Αν ο νόμιμος ελεγκτής ή το ελεγκτικό γραφείο δεν αποποιείται τον έλεγχο, οφείλει μέσα σε ένα μήνα από τη λήψη της εντολής να γνωστοποιήσει στην προς έλεγχο οντότητα και στο Εποπτικό Συμβούλιο του Σ.Ο.Ε.Λ. τις προϋπολογιζόμενες ώρες πραγματοποίησης του ελέγχου αυτού. Οι ώρες αυτές, συνυπολογιζόμενων και των ωρών άλλων ελέγχων που έχουν ήδη ανατεθεί σε ένα νόμιμο ελεγκτή και πρέπει να πραγματοποιηθούν μέσα στη δωδεκάμηνη περίοδο από 1ης Ιουλίου εκάστου έτους μέχρι την 30ή Ιουνίου του επόμενου, δεν μπορεί να υπερβαίνουν το ανώτατο όριο ετήσιας απασχόλησης του ίδιου και του απασχολούμενου από αυτόν ελεγκτικού προσωπικού, όπως το όριο αυτό καθορίζεται με απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Ε.Λ.Τ.Ε.. Τυχόν υπέρβαση του πιο πάνω ορίου συνιστά πειθαρχικό αδίκημα και συνεπάγεται την επιβολή χρηματικής ποινής από δεκαπέντε χιλιάδες (15.000) ευρώ μέχρι εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης και την ενδεχόμενη υποτροπή. Για τη διαπίστωση της παράβασης και την επιμέτρηση της χρηματικής ποινής αποφασίζει το Πειθαρχικό Συμβούλιο της Ε.Λ.Τ.Ε..»
4. Η παρ. 6 του άρθρου 18 του π.δ. 226/1992 αντικαθίσταται ως εξής:
«6. Η αμοιβή ελέγχου της παραγράφου 1 του άρθρου 3 καθορίζεται με ελεύθερη συμφωνία των μερών, ιδίως βάσει των προϋπολογιζόμενων ωρών διενέργειας του ελέγχου από το νόμιμο ελεγκτή ή το ελεγκτικό γραφείο.
Οι νόμιμοι ελεγκτές και τα ελεγκτικά γραφεία μπορούν να αναρτούν ενδεικτικές ωριαίες τιμές και τα κριτήρια εφαρμογής τους στο διαδικτυακό τους τόπο.»
5.Η περίπτωση β' της παρ. 2 του άρθρου 20 του π.δ. 226/1992
αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Ανάρμοστη συμπεριφορά.»
6. Στις περιπτώσεις του τρίτου εδαφίου της παρ. 2 του άρθρου 3 του π.δ. 226/1992 η αμοιβή του νομίμου ελεγκτή καθορίζεται με ελεύθερη συμφωνία των μερών και καταβάλλεται από τον αιτούντα τη διενέργεια της πραγματογνωμοσύνης.
Άρθρο 9
Τελικές διατάξεις - Εξαιρέσεις από το πεδίο εφαρμογής του νόμου
1. Η παρ. 6 του άρθρου 18 του ν. 2231/1994, όπως αντικαταστάθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου, η περίπτωση γ'της παραγράφου 2 του άρθρου 18 του π.δ. 226/1992 και οι παράγραφοι β' και γ' της παραγράφου 3 του ίδιου άρθρου, όπως αντικαθίστανται με την περίπτωση β' της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του παρόντος νόμου, παύουν να ισχύουν μετά πάροδο δύο ετών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου.
2. Οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται για τις επαγγελματικές δραστηριότητες των οδικών εμπορευματικών μεταφορών που ρυθμίζονται με το ν. 3887/2010 (ΦΕΚ 174 Α') και των φαρμακοποιών Οι διατάξεις του άρθρου 3 δεν θίγουν την εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 2 του π.δ. 344/2000 (ΦΕΚ 297 Α').
3. α. Η περίπτωση γ'της παρ. 5 του άρθρου 75 του ν. 1969/1991 (ΦΕΚ 167 Α') καταργείται.
β. Κάθε γενική ή ειδική διάταξη που αντιβαίνει στις διατάξεις του παρόντος νόμου καταργείται.
Άρθρο 10
Εναρξη ισχύος
1. Η ισχύς των διατάξεων του νόμου που παρέχουν νομοθετική εξουσιοδότηση αρχίζει από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
2. Η ισχύς των λοιπών διατάξεων του νόμου αρχίζει τέσσερις (4) μήνες από τη δημοσίευση του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως.
Παραγγέλλομε τη δημοσίευση του παρόντος στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και την εκτέλεσή του ως νόμου του Κράτους.

Αθήνα, 24 Φεβρουαρίου 2011

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
ΚΑΡΟΛΟΣ ΓΡ. ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ             ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ, ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΚΛΙΜΑΤΙΚΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ
Γ. ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ     Κ. ΜΠΙΡΜΠΙΛΗ

ΥΠΟΔΟΜΩΝ, ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ     ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΔΙΑΦΑΝΕΙΑΣ
ΚΑΙ ΔΙΚΤΥΩΝ             ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ
Δ. ΡΕΠΠΑΣ               Χ. ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ

Θεωρήθηκε και τέθηκε η Μεγάλη Σφραγίδα του Κράτους.

Αθήνα, 24 Φεβρουαρίου 2011

Ο ΕΠΙ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΥΠΟΥΡΓΟΣ
Χ. ΚΑΣΤΑΝΙΔΗΣ

Σύμφωνο συμβίωσης

1. Τι είναι το σύμφωνο συμβίωσης;
Το σύμφωνο συμβίωσης είναι μία συμφωνία δύο προσώπων, άνδρα και γυναίκας (όχι δύο ανδρών, ούτε δύο γυναικών), ότι θέλουν να ζουν μαζί, αλλά δεν θέλουν να συνάψουν γάμο μεταξύ τους.
Η σύμβαση αυτή υπογράφεται, μόνο αυτοπροσώπως, από τους δύο συμβαλλομένους, ενώπιον συμβολαιογράφου και καταχωρίζεται στο Ληξιαρχείο.

2. Πότε δεν επιτρέπεται το σύμφωνο συμβίωσης;
 Δεν επιτρέπεται η σύναψη συμφώνου συμβίωσης:
Α) αν υπάρχει γάμος ή σύμφωνο συμβίωσης των ενδιαφερόμενων προσώπων ή του ενός από αυτά,
Β) μεταξύ συγγενών εξ αίματος σε ευθεία γραμμή απεριορίστως και εκ του πλαγίου μέχρι και τον τέταρτο βαθμό, καθώς και μεταξύ συγγενών εξ αγχιστείας σε ευθεία γραμμή απεριορίστως και
Γ) μεταξύ εκείνου που υιοθέτησε και αυτού που υιοθετήθηκε.
Όταν παραβιάζεται μία από τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις, το σύμφωνο συμβίωσης είναι άκυρο.

3. Πότε λύεται το σύμφωνο συμβίωσης;
Το σύμφωνο συμβίωσης λύεται όταν και οι δύο συμβιούντες υπογράψουν αυτοπροσώπως σε συμβολαιογράφο την λύση του συμφώνου και την καταθέσουν στο Ληξιαρχείο. Μπορεί όμως και ο ένας εκ των δύο συμβιούντων να υπογράψει σε συμβολαιογράφο μονομερή λύση του συμφώνου και να την κοινοποιήσει με δικαστικό επιμελητή στον άλλον. Επίσης, το σύμφωνο συμβίωσης λύεται αυτοδικαίως εάν οι συμβιούντες συνάψουν γάμο μεταξύ τους, ή έστω ένας εξ αυτών συνάψει γάμο με τρίτον.

4. Μεταβάλλεται το επώνυμο των συμβληθέντων;
 Το σύμφωνο συμβίωσης δεν μεταβάλλει το επώνυμο των συμβληθέντων. Ο καθένας μπορεί, εφόσον συγκατατίθεται ο άλλος, να χρησιμοποιεί στις κοινωνικές σχέσεις το επώνυμο του άλλου ή να το προσθέτει στο δικό του.


5. Τι ισχύει για τα τέκνα;
 Τέκνο που γεννήθηκε κατά την διάρκεια του συμφώνου συμβίωσης, ή εντός τριακοσίων ημερών από την λύση ή την ακύρωσή του, τεκμαίρεται ότι έχει πατέρα τον άνδρα με τον οποίο η μητέρα κατήρτισε το σύμφωνο. Το τεκμήριο βεβαίως μπορεί να ανατραπεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, που θα ορίζει ότι το παιδί έχει άλλον πατέρα.

6. Χορηγούνται με το σύμφωνο συμβίωσης κληρονομικά δικαιώματα;
 Με τη λύση του συμφώνου συμβίωσης λόγω θανάτου, αυτός που επιζεί έχει κληρονομικό δικαίωμα εξ αδιαθέτου, το οποίο ανέρχεται στο 1/6 της κληρονομιάς, αν συντρέχει με κληρονόμους της πρώτης τάξης, στο 1/3, αν συντρέχει με κληρονόμους άλλων τάξεων και σε ολόκληρη την κληρονομιά, αν δεν υπάρχει συγγενής του κληρονομουμένου, που να καλείται ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος.
Αυτός που επιζεί έχει δικαίωμα νόμιμης μοίρας στην κληρονομιά, το οποίο ανέρχεται στο ήμισυ της εξ αδιαθέτου μερίδας, που του αναλογεί. Κατά το ποσοστό αυτό μετέχει ως κληρονόμος.

112/2010 ΠολΠρΧαν: Αμοιβή δικηγόρου αυτεπάγγελτα διορισμένου για υπεράσπιση περισσοτέρων κατηγορουμένων στο στάδιο της ανάκρισης

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ
ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
Αριθμός απόφασης 112/2010
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ Αποτελούμενο από την Αικατερίνη Παπαδάκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Κωνσταντίνο Χατζηΐωαννίδη, Πρωτοδίκη, Μαρία Τσιάλτα, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια και τη Γραμματέα, Δέσποινα Παπαλιονάκη, συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Ιανουαρίου 2010, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: ......................., δικηγόρου Χανίων, κατοίκου Χανίων, οδός ........... αριθ..... ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο, αυτοπροσώπως.
Του εφεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, το οποίο παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, Δημητρίου Πετρόπουλου.
Ο εκκαλών απήθυνε στο παρόν Δικαστήριο την από 10-11-2008 (αρ. κατ. 557/2008) έφεσή του κατά της με αριθ. 210/2007 απόφασης του Ειρηνοδικείου Χανίων, για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος η 2-4-2009 και μετά από αναβολή, η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας.
Ο εκκαλών και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται σ' αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη έφεση κατά της με 210/2007 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Χανίων, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (αρθ. 677 επ. του ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ότι έχει επιδοθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ούτε προσκομίζονται εκθέσεις επίδοσης αυτής (άρθρα 495, 511, 513 παρ.1 περ. β' και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, σύμφωνα με το άρθρο 533 παρ.1 του ΚΠολΔ, κατά την ανωτέρω αναφερόμενη διαδικασία.
ΙΙ. Με την από 21-12-2006 (αρ. κατ. 383/2006) αγωγή ο ενάγων, ήδη εκκαλών, ο οποίος είναι δικηγόρος Χανίων, ισχυρίστηκε ότι στις 6-4-2005 διορίστηκε με τις αναφερόμενες στην αγωγή πράξεις του Ανακριτή Πλημμελειοδικών Χανίων, αυτεπαγγέλτως ως συνήγορος υπεράσπισης κατά το στάδιο της ανάκρισης έντεκα αλλοδαπών κατηγορουμένων, όπως αυτοί ειδικότερα αναφέρονται, για την κακουργηματική πράξη της παράνομης μεταφοράς αλλοδαπών που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου από την Αίγυπτο στην Ελλάδα, από την οποία θα μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο. Οτι δυνάμει της ΚΥΑ 1085081/1473/Α0012/ΠΟΛ1108/24-9-2003 που καθορίζει τα ελάχιστα όρια της αμοιβής για πράξεις των δικηγόρων που πραγματοποιούνται ενώπιον των δικαστικών και ανακριτικών αρχών, κατ' εξαίρεση των οριζομένων αμοιβών από τον "Κώδικα περί Δικηγόρων" και συγκεκριμένα της διάταξης του άρθρου 167 του εν λόγω Κώδικα, αυτός δικαιούται για την παράσταση του κατά την απολογία εκάστου κατηγορουμένου το ποσό των 520 ευρώ, όπως ειδικότερα εκτίθεται, ήτοι συνολικά το ποσό των 5.720 ευρώ, το οποίο το εναγόμενο, ήδη εφεσίβλητο, αρνείτο να του καταβάλει. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο, να του καταβάλει το ανωτέρω ποσό με το νόμιμο τόκο από την ημέρα υποβολής των σχετικών παραστατικών στην αρμόδια Οικονομική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση), κατ' εκτίμηση του σκεπτικού αυτής, απέρριψε την ανωτέρω αγωγή ως νόμω αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών, για τους λόγους που ειδικά εκτίθενται στην έφεσή του, συνιστάμενοι, στην εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να γίνει δεκτή η από 21-12-2006 αγωγή του και να καταδικαστεί το εφεσίβλητο στη δικαστική του δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με την ΥΑ 1085081/1473/Α0012/ΠΟΛ1108 /24-9-2003 (ΦΕΚ Β 1960,2003), για τον προσδιορισμό των ελαχίστων αμοιβών των δικηγόρων ορίστηκε ότι οι ελάχιστες αμοιβές για τις παραστάσεις των δικηγόρων ενώπιον των δικαστηρίων για τη σύμπραξή τους σε εξώδικες ενέργειες και συμβάσεις, όπως προβλέπουν οι οικείες διατάξεις, καθορίζονται όπως στο συνημμένο πίνακα και ισχύουν από τη δημοσίευση αυτής στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.
Ειδικότερα, στον πίνακα που επισυνάπτεται στην ανωτέρω Υπουργική απόφαση, ορίζεται ότι η ελάχιστη αμοιβή του δικηγόρου για την παράστασή του σε απολογία κατηγορουμένου για κακούργημα ανέρχεται στο ποσό των πεντακοσίων είκοσι (520) ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 167 του "Κώδικα περί Δικηγόρων" (ν.δ.3026/1954), η οποία εφαρμόζεται σε όλα τα είδη των αμοιβών, ορίζεται ότι "εάν αι εν τοις προηγουμένοις άρθροις αναφερόμεναι πράξεις και εργασίαι εγένοντο κατ' εντολήν πλειόνων του ενός, το ελάχιστον όριον της αμοιβής του Δικηγόρου, αυξάνεται κατά 5% δι έκαστον των πέραν του ενός εντολέων, μη δυνάμενον εν πάση περιπτώσει να υπερβή το διπλάσιον". Ειδικότερα, οι διατάξεις των άρθρων 167 και 168 του "Κώδικα περί Δικηγόρων", προβλέπουν την αμοιβή του δικηγόρου, όταν οι πράξεις ή εργασίες έγιναν ύστερα από εντολή περισσοτέρων του ενός εντολέων-και με την πρώτη ορίζεται ότι αυξάνεται η αμοιβή κατά 5% για κάθε ένα πέραν του ενός εντολέος και όχι πέραν του διπλάσιου, ενώ με τη δεύτερη καθιερώνεται η εις ολόκληρον υποχρέωση των εντολέων για την πληρωμή της αμοιβής, εφαρμόζονται όταν πρόκειται για εντολή που αφορά την ίδια κοινή υπόθεση των εντολέων και δεν έχουν εφαρμογή όταν πρόκειται για υποθέσεις της αυτής φύσης, αλλά ενδιαφέρουν ιδιαίτερα πολλούς και εκτελέστηκαν από τον δικηγόρο με την εντολή καθενός. Η ανωτέρω Υπουργική απόφαση δεν κατήργησε με τις ρυθμίσεις της ανωτέρω διάταξη του "Κώδικα περί Δικηγόρων", αλλά ισχύει παράλληλα με αυτήν. Εξάλλου, ο Ν. 3226/2004 για την παροχή νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, ορίζει στο άρθρο 2 αυτού, ότι δικαιούχοι νομικής βοήθειας είναι οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης και οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες τρίτου κράτους και ανιθαγενείς, εφόσον έχουν, νομίμως κατοικία ή συνήθη διαμονή στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Στο άρθρο 14 του ανωτέρω νόμου ορίζεται ότι "Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης ορίζεται η αποζημίωση των δικηγόρων υπηρεσίας.............................., σύμφωνα με τα τυχόν προβλεπόμενα κατώτατα όρια καθορισμού αμοιβής ". ενώ βάσει της διάταξης αυτής, εκδόθηκε η Κοινή Υπουργική απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης με αριθ. ΥΑ 120867/30-12-2005 η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η-1-20Ο6, με την οποία ορίστηκαν οι ελάχιστες αμοιβές των δικηγόρων.
IV. Στην προκείμενη περίπτωση με το μοναδικό λόγο της κρινόμενης έφεσης, κατ' εκτίμηση αυτού, ο εκκαλών, ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εφήρμοσε και ερμήνευσε τις διατάξεις της ΥΑ 1085081/1473/Α0012/ΠΟΛ.1108/24-9-2003(ΦΕΚΒ 1960,2003) και τα άρθρα 167 και 168 του "Κώδικα περί Δικηγόρων", χαρακτήρισε την αυτεπαγγέλτως ανατεθείσα σε αυτόν υπόθεση των έντεκα αλλοδαπών κατηγορουμένων ως "κοινή υπόθεση περισσοτέρων του ενός εντολέων", και συνακόλουθα έκρινε ότι είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 167 του "Κώδικα περί Δικηγόρων", ώστε η αμοιβή του δικηγόρου να ορίζεται ως το ελάχιστο όριο της "αμοιβής προσαυξανόμενο κατά 5% για πέραν του ενός εντολέως και να μη μπορεί να υπερβεί το διπλάσιο του ελάχιστου ορίου, ενώ αντίθετα έπρεπε να κρίνει ότι αυτός διορίστηκε ως συνήγορος υπεράσπισης για "υποθέσεις της αυτής φύσεως που ενδιαφέρουν περισσότερους από έναν χωριστά", με συνέπεια οι σχετικές πράξεις να εκτελεστούν χωριστά με εντολή καθενός ενδιαφερομένου και να τυγχάνει εφαρμογής ΥΑ 1085081/1473/Α0012/ΠΟΛ.1108 /24-9-2003 (ΦΕΚ Β 1960,2003). Με το περιεχόμενο αυτό ο λόγος της έφεσης είναι παραδεκτός και πρέπει να ερευνηθεί και ως προς βάσιμο αυτού.
Από το περιεχόμενο της αγωγής, αλλά και την επισκόπηση του φακέλου της υπόθεσης, καταρχάς προκύπτει ότι ο εκκαλών στις 6-4-2005, διορίστηκε αυτεπαγγέλτως από τον Ανακριτή Πλημμελειοδικών Χανίων ως συνήγορος υπεράσπισης προκειμένου να παραστεί κατά το στάδιο της ανάκρισης για λογαριασμό έντεκα Αιγυπτίων κατηγορουμένων, των οποίων η μόνιμη κατοικία βρίσκεται στην Αίγυπτο, για την κακουργηματική πράξη της από κοινού παράνομης μεταφοράς αλλοδαπών που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου, από την Αίγυπτο στην Ελλάδα, από τη μεταφορά δε αυτή θα μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος για άνθρωπο.
Τούτο σημαίνει, κατ' αρχάς, α) ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του Ν. 3226/2004, καθότι οι εν λόγω κατηγορούμενοι δεν ήταν πολίτες κράτους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ούτε είχαν νομίμως κατοικία ή διαμονή σε κράτος αυτής, σε κάθε δε περίπτωση, η ΚΥΑ με αριθ. ΥΑ 120867/30-12-2005, στην οποία ρητά αναφέρεται η εκκαλουμένη απόφαση, δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθότι αυτή τέθηκε σε ισχύ την 1η-1-2006, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο από το χρόνο που ανατέθηκε στον εκκαλούντα η παροχή των ανωτέρω δικαστικών ενεργειών.
Επομένως, στην προκείμενη περίπτωση εφαρμόζεται η ΚΥΑ 1085081/1473/Α0012/ΠΟΛ.1108 /24-9- 2003 (ΦΕΚ Β 1960,2003), η οποία ίσχυε κατά το χρόνο εκείνο και σύμφωνα με τον πίνακα της η ελάχιστη αμοιβή για την παράσταση δικηγόρου κατά το στάδιο της ανάκρισης ανέρχεται στο ποσό των 520 ευρώ.
Περαιτέρω, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η υπόθεση των έντεκα αλλοδαπών κατηγορουμένων που ανατέθηκε στον εκκαλούντα, αφορούσε μεν το ίδιο βιοτικό συμβάν, ήτοι την από κοινού παράνομη μεταφορά αλλοδαπών, πλην όμως δε μπορεί να χαρακτηριστεί ως "κοινή υπόθεση που ανατέθηκε με εντολή περισσοτέρων του ενός εντολέων" και να υπαχθεί στη ρύθμιση του άρθρου 167 του "Κώδικα περί Δικηγόρων". Και τούτο διότι, η εν λόγω υπόθεση αφορούσε κάθε κατηγορούμενο ιδιαιτέρως, ενόψει του ότι: α) η απολογία κάθε κατηγορουμένου είναι ξεχωριστή, δεδομένου της αρχής της μυστικότητας που ισχύει κατά το στάδιο της ανάκρισης, χωρίς ο συνήγορος υπεράσπισης να μπορεί να ασκήσει ταυτόχρονα τα υπερασπιστικά καθήκοντά του για το σύνολο των εντολέων του κατηγορουμένων, με αποτέλεσμα να απαιτείται περισσότερος χρόνος για την απασχόλησή του και β) ο αυτεπάγγελτος διορισμός του εκκαλούντος έλαβε χώρα από τον Ανακριτή Πλημμελειοδικών Χανίων, για περισσότερες από μία δικαστικές ενέργειες που αφορούσε την υπεράσπιση καθενός κατηγορουμένου ξεχωριστά, κατά το στάδιο της απολογίας, έναντι της αποδιδόμενης σε αυτόν κατηγορίας (ΕφΑΘ. 8736/1987, ΕλΔνη 1989, σελ. 337).
Επομένως, ο εκκαλών με την ανωτέρω αγωγή του νομίμως ζήτησε να του καταβληθεί ως αμοιβή το ποσό των 520 ευρώ για κάθε παράσταση του ξεχωριστά κατά το στάδιο της ανακριτικής απολογίας των έντεκα κατηγορουμένων ανάκρισης, ήτοι συνολικά το ποσό των 5.720 ευρώ (520 επί 11). Κατά συνέπεια με την σύμφωνα με τα ανωτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εφήρμοσε και ερμήνευσε τις ανωτέρω διατάξεις, γενομένου δεκτού του σχετικού λόγου της κρινόμενης έφεσης ως κατ΄ ουσίαν βάσιμου και ως εκ τούτου πρέπει αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, το παρόν Δικαστήριο να κρατήσει και να δικάσει την από 21-12-2006 αγωγή (αρθ. 535 παρ.1 του ΚΠολΔ) στην ουσία της.
V. Με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων, σύμφωνα με όσα ανωτέρω ειδικότερα εκτίθενται, ζητεί να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει ως αμοιβή του για την παρεχόμενη εργασία ύστερα από τον αυτεπάγγελτο διορισμό του από τον Ανακριτή Πλημμελειοδικών Χανίων, συνολικό ποσό των 5.720 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την ημέρα υποβολής των σχετικών παραστατικών στην αρμόδια Οικονομική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, άλλως από την "επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση και να καταδικαστεί στη δικαστική του δαπάνη. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή η οποία αρμοδίως δικάζεται από το παρόν Δικαστήριο, ύστερα από την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, (αρθ. 535 παρ.1 του ΚΠολΔ) για την οποία καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις προσαυξήσεις υπέρ των τρίτων {βλ. τα με αριθ. 110574 και 0422854 αγωγόσημα, όπως αναφέρονται στην εκκαλουμένη) είναι νόμιμη στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 91 του ν.δ. 3026/1954, της ΚΥΑ 1085081/1473/Α0012/ΠΟΛ.1108 /24-9-2003, 346 Α.Κ. και 176 του ΚΠολΔ, εκτός από το παρεπόμενο αίτημα σχετικά με την επιδίκαση τόκων υπερημερίας από την υποβολή των σχετικών παραστατικών στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, διότι σύμφωνα με το άρθρο 21 του "Κώδικα περί δικών του Δημοσίου" ( διάταγμα της 25.6/10-7-1944 το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το αρθ. 109 παρ.2 του ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι ο τόκος υπερημερίας για τις οφειλές του Δημοσίου αρχίζει μόνον από την επίδοση της καταψηφιστκής αγωγής και δεν αρκεί η υπερημερία που επήλθε μετά από εξώδικη όχληση ή με την παρέλευση της δήλης ημέρας εκπλήρωσης χρηματικής οφειλής, ανεξαρτήτως της φύσης της ενοχής, είτε αυτή πηγάζει από σχέση ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου (Α.Π. 363/2006, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ. "Νόμος, ΕφΑΘ2886/2008, ΕλΔνη 2009, σελ. 199). Επομένως, η αγωγή κατά το μέρος που είναι νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, είτε αυτά συνιστούν αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε χρησιμεύουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (οι διάδικοι δεν προέβησαν στην εξέταση μαρτύρων), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 6-4- 2005 ο ενάγων, δικηγόρος ο οποίος είναι μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου, Χανίων, διορίστηκε αυτεπαγγέλτως από τον Ανακριτή Πλημμελειοδικών Χανίων, προκειμένου αυτός να παραστεί ως συνήγορος υπεράσπισης κατά τη λήψη των ανακριτικών απολογιών των ακόλουθων έντεκα κατηγορουμένων για την κακουργηματική πράξη της από κοινού παράνομης μεταφοράς αλλοδαπών στη χώρα κατά συρροή, χωρίς να έχουν δικαίωμα εισόδου σε αυτήν και δη από την Αίγυπτο στην Ελλάδα, από τη μεταφορά δε αυτή μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους {αρθ. 45, 94 παρ.1 του Π.Κ., αρθ. 55 παρ.1 περ. γ' του Ν. 2910/2001, όπως αυτή αντικ. Με αρθ. 37 του Ν. 3153/2003), ήτοι των: 1) ........................ 2) ..............του ................, 3) ............. του .................., 4) .................. του ..........., 5) ...............του ..............., β).......................του ..............., 7) .................. του .........., 8) .................του ............., 9) .................του ....................., 10) ................ του ........ και 11) ..................... του .......... Ολοι δε, οι προαναφερόμενοι κατηγορούμενοι ήταν Αιγυπτιακής υπηκοότητας με μόνιμη κατοικία στην Αίγυπτο. Ο ενάγων, πράγματι ήσκησε τα ανατειθέμενα σε αυτόν καθήκοντα ως συνήγορος υπεράσπισης των ανωτέρω κατηγορουμένων, γεγονός το οποίο συνομολογείται και από το εναγόμενο (βλ. προτάσεις του εναγομένου και σχετική δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Χανίων).
Επομένως, ενόψει του ότι η ανωτέρω υπόθεση ήταν μεν της ίδιας φύσεως για όλους τους κατηγορούμενους καθότι αφορούσε την ίδια κακουργηματική πράξη, ωστόσο δεν ήταν κοινή υπόθεση, αφού τα καθήκοντα του ενάγοντος ασκήθηκαν ξεχωριστά για κάθε κατηγορούμενο κατά την απολογία εκάστου εξ αυτών, ο ενάγων δικαιούται σύμφωνα με το, συνημμένο στην ΚΥΑ 1085081/1473/Α0012/ΠΟΛ. 1108/24-9-2003, πίνακα αμοιβών, να του επιδικαστεί το ποσό των 520 ευρώ για την παράστασή του σε κάθε απολογία κατηγορουμένου, ήτοι συνολικά το ποσό των 5.720 ευρώ (520 επί 11 ανακριτικές απολογίες).
Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτκά μέσα, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έλαβε για την προαναφερόμενη απασχόλησή του από το εναγόμενο, μόνο το ποσό των 780 ευρώ (βλ. τη με αριθ. 72605/05/27-6-2006 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης για την έγκριση και αναγνώριση του ποσού των 780 ευρώ), αρνούμενο το τελευταίο να του καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των 4.940 ευρώ, καθότι σύμφωνα με τη με αριθ. 14/2006 πράξη της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι ενέργειες του ενάγοντος υπήχθησαν στο άρθρο 167 του "Κώδικα Δικηγόρων", χαρακτηριζόμενες ως εργασίες που αφορούσαν κοινή υπόθεση και πραγματοποιήθηκαν κατόπιν εντολής περισσοτέρων του ενός εντολέων, ώστε να πρέπει αυτός να αμοιφθεί με το ελάχιστο όριο αμοιβής για την παράστασή του κατά τη λήψη ανακριτικής απολογίας προσαυξανόμενο κατά 5% για κάθε εντολέα χωρίς να μπορεί σε κάθε περίπτωση η αμοιβή του να υπερβεί το διπλάσιο της κατώτατης αμοιβής. Επομένως, σύμφωνα με όσα αποδείχθηκαν η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στο ενάγοντα το ποσό των 4,940 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών (Α.Π. 752/2007, δημ. σε Τρ. ΝομΠληρ. "Νόμος") κατ' άρθρο 22 παρ.2 του Ν. 3693/1957, όπως τροποποιήθηκε με τη με αριθ. ΚΥΑ 7429/16-2-1988 (εκδοθείσα κατ΄ εξουσιοδότηση του αρθ. 5 παρ.12 του Ν. 1738/1987), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
Εξαφανίζει τη με αριθ. 210/2007 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χανίων.
Κρατεί και δικάζει την από 21-12-2008 {αρ. κατ. 383/2006) αγωγή.
Απορρίπτει, ο,τι κρίθηκε απορριπτέο,
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα (4.940,00) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση και
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στα Χανιά στις 27 Απριλίου 2010 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου του εφεσιβλήτου στα Χανιά στις 6 Μαΐου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Προκήρυξη θεσης εργασίας απο UNHCR

Πώληση μετοχών


ΠΟΛ σχετικά με τη φορολόγηση συναλλαγών στο Χρηματιστήριο Αθηνών ή σε αλλοδαπά χρηματιστήρια που διενεργούνται απο την 1η Απριλίου 2011 και μετά.
Περισσότερα


Έγγραφα

Πώληση μετοχών εισηγμένων στο Χρηματιστήριο ( pdf 138KB )