Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

112/2010 ΠολΠρΧαν: Αμοιβή δικηγόρου αυτεπάγγελτα διορισμένου για υπεράσπιση περισσοτέρων κατηγορουμένων στο στάδιο της ανάκρισης

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ
ΕΙΔΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ
Αριθμός απόφασης 112/2010
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ Αποτελούμενο από την Αικατερίνη Παπαδάκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, Κωνσταντίνο Χατζηΐωαννίδη, Πρωτοδίκη, Μαρία Τσιάλτα, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια και τη Γραμματέα, Δέσποινα Παπαλιονάκη, συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 14 Ιανουαρίου 2010, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: ......................., δικηγόρου Χανίων, κατοίκου Χανίων, οδός ........... αριθ..... ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο, αυτοπροσώπως.
Του εφεσιβλήτου: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τους Υπουργούς Οικονομικών και Δικαιοσύνης, το οποίο παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου, Δημητρίου Πετρόπουλου.
Ο εκκαλών απήθυνε στο παρόν Δικαστήριο την από 10-11-2008 (αρ. κατ. 557/2008) έφεσή του κατά της με αριθ. 210/2007 απόφασης του Ειρηνοδικείου Χανίων, για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε δικάσιμος η 2-4-2009 και μετά από αναβολή, η αναφερομένη στην αρχή της παρούσας.
Ο εκκαλών και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εφεσιβλήτου αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται σ' αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη έφεση κατά της με 210/2007 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Χανίων, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από αμοιβές για την παροχή εργασίας (αρθ. 677 επ. του ΚΠολΔ), ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ότι έχει επιδοθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ούτε προσκομίζονται εκθέσεις επίδοσης αυτής (άρθρα 495, 511, 513 παρ.1 περ. β' και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Επομένως η κρινόμενη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, σύμφωνα με το άρθρο 533 παρ.1 του ΚΠολΔ, κατά την ανωτέρω αναφερόμενη διαδικασία.
ΙΙ. Με την από 21-12-2006 (αρ. κατ. 383/2006) αγωγή ο ενάγων, ήδη εκκαλών, ο οποίος είναι δικηγόρος Χανίων, ισχυρίστηκε ότι στις 6-4-2005 διορίστηκε με τις αναφερόμενες στην αγωγή πράξεις του Ανακριτή Πλημμελειοδικών Χανίων, αυτεπαγγέλτως ως συνήγορος υπεράσπισης κατά το στάδιο της ανάκρισης έντεκα αλλοδαπών κατηγορουμένων, όπως αυτοί ειδικότερα αναφέρονται, για την κακουργηματική πράξη της παράνομης μεταφοράς αλλοδαπών που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου από την Αίγυπτο στην Ελλάδα, από την οποία θα μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για άνθρωπο. Οτι δυνάμει της ΚΥΑ 1085081/1473/Α0012/ΠΟΛ1108/24-9-2003 που καθορίζει τα ελάχιστα όρια της αμοιβής για πράξεις των δικηγόρων που πραγματοποιούνται ενώπιον των δικαστικών και ανακριτικών αρχών, κατ' εξαίρεση των οριζομένων αμοιβών από τον "Κώδικα περί Δικηγόρων" και συγκεκριμένα της διάταξης του άρθρου 167 του εν λόγω Κώδικα, αυτός δικαιούται για την παράσταση του κατά την απολογία εκάστου κατηγορουμένου το ποσό των 520 ευρώ, όπως ειδικότερα εκτίθεται, ήτοι συνολικά το ποσό των 5.720 ευρώ, το οποίο το εναγόμενο, ήδη εφεσίβλητο, αρνείτο να του καταβάλει. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί το εναγόμενο, Ελληνικό Δημόσιο, να του καταβάλει το ανωτέρω ποσό με το νόμιμο τόκο από την ημέρα υποβολής των σχετικών παραστατικών στην αρμόδια Οικονομική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, άλλως από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.
Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση), κατ' εκτίμηση του σκεπτικού αυτής, απέρριψε την ανωτέρω αγωγή ως νόμω αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εκκαλών, για τους λόγους που ειδικά εκτίθενται στην έφεσή του, συνιστάμενοι, στην εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, να γίνει δεκτή η από 21-12-2006 αγωγή του και να καταδικαστεί το εφεσίβλητο στη δικαστική του δαπάνη και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με την ΥΑ 1085081/1473/Α0012/ΠΟΛ1108 /24-9-2003 (ΦΕΚ Β 1960,2003), για τον προσδιορισμό των ελαχίστων αμοιβών των δικηγόρων ορίστηκε ότι οι ελάχιστες αμοιβές για τις παραστάσεις των δικηγόρων ενώπιον των δικαστηρίων για τη σύμπραξή τους σε εξώδικες ενέργειες και συμβάσεις, όπως προβλέπουν οι οικείες διατάξεις, καθορίζονται όπως στο συνημμένο πίνακα και ισχύουν από τη δημοσίευση αυτής στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.
Ειδικότερα, στον πίνακα που επισυνάπτεται στην ανωτέρω Υπουργική απόφαση, ορίζεται ότι η ελάχιστη αμοιβή του δικηγόρου για την παράστασή του σε απολογία κατηγορουμένου για κακούργημα ανέρχεται στο ποσό των πεντακοσίων είκοσι (520) ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 167 του "Κώδικα περί Δικηγόρων" (ν.δ.3026/1954), η οποία εφαρμόζεται σε όλα τα είδη των αμοιβών, ορίζεται ότι "εάν αι εν τοις προηγουμένοις άρθροις αναφερόμεναι πράξεις και εργασίαι εγένοντο κατ' εντολήν πλειόνων του ενός, το ελάχιστον όριον της αμοιβής του Δικηγόρου, αυξάνεται κατά 5% δι έκαστον των πέραν του ενός εντολέων, μη δυνάμενον εν πάση περιπτώσει να υπερβή το διπλάσιον". Ειδικότερα, οι διατάξεις των άρθρων 167 και 168 του "Κώδικα περί Δικηγόρων", προβλέπουν την αμοιβή του δικηγόρου, όταν οι πράξεις ή εργασίες έγιναν ύστερα από εντολή περισσοτέρων του ενός εντολέων-και με την πρώτη ορίζεται ότι αυξάνεται η αμοιβή κατά 5% για κάθε ένα πέραν του ενός εντολέος και όχι πέραν του διπλάσιου, ενώ με τη δεύτερη καθιερώνεται η εις ολόκληρον υποχρέωση των εντολέων για την πληρωμή της αμοιβής, εφαρμόζονται όταν πρόκειται για εντολή που αφορά την ίδια κοινή υπόθεση των εντολέων και δεν έχουν εφαρμογή όταν πρόκειται για υποθέσεις της αυτής φύσης, αλλά ενδιαφέρουν ιδιαίτερα πολλούς και εκτελέστηκαν από τον δικηγόρο με την εντολή καθενός. Η ανωτέρω Υπουργική απόφαση δεν κατήργησε με τις ρυθμίσεις της ανωτέρω διάταξη του "Κώδικα περί Δικηγόρων", αλλά ισχύει παράλληλα με αυτήν. Εξάλλου, ο Ν. 3226/2004 για την παροχή νομικής βοήθειας σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, ορίζει στο άρθρο 2 αυτού, ότι δικαιούχοι νομικής βοήθειας είναι οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης και οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες τρίτου κράτους και ανιθαγενείς, εφόσον έχουν, νομίμως κατοικία ή συνήθη διαμονή στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Στο άρθρο 14 του ανωτέρω νόμου ορίζεται ότι "Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης ορίζεται η αποζημίωση των δικηγόρων υπηρεσίας.............................., σύμφωνα με τα τυχόν προβλεπόμενα κατώτατα όρια καθορισμού αμοιβής ". ενώ βάσει της διάταξης αυτής, εκδόθηκε η Κοινή Υπουργική απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης με αριθ. ΥΑ 120867/30-12-2005 η οποία τέθηκε σε ισχύ την 1η-1-20Ο6, με την οποία ορίστηκαν οι ελάχιστες αμοιβές των δικηγόρων.
IV. Στην προκείμενη περίπτωση με το μοναδικό λόγο της κρινόμενης έφεσης, κατ' εκτίμηση αυτού, ο εκκαλών, ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εφήρμοσε και ερμήνευσε τις διατάξεις της ΥΑ 1085081/1473/Α0012/ΠΟΛ.1108/24-9-2003(ΦΕΚΒ 1960,2003) και τα άρθρα 167 και 168 του "Κώδικα περί Δικηγόρων", χαρακτήρισε την αυτεπαγγέλτως ανατεθείσα σε αυτόν υπόθεση των έντεκα αλλοδαπών κατηγορουμένων ως "κοινή υπόθεση περισσοτέρων του ενός εντολέων", και συνακόλουθα έκρινε ότι είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 167 του "Κώδικα περί Δικηγόρων", ώστε η αμοιβή του δικηγόρου να ορίζεται ως το ελάχιστο όριο της "αμοιβής προσαυξανόμενο κατά 5% για πέραν του ενός εντολέως και να μη μπορεί να υπερβεί το διπλάσιο του ελάχιστου ορίου, ενώ αντίθετα έπρεπε να κρίνει ότι αυτός διορίστηκε ως συνήγορος υπεράσπισης για "υποθέσεις της αυτής φύσεως που ενδιαφέρουν περισσότερους από έναν χωριστά", με συνέπεια οι σχετικές πράξεις να εκτελεστούν χωριστά με εντολή καθενός ενδιαφερομένου και να τυγχάνει εφαρμογής ΥΑ 1085081/1473/Α0012/ΠΟΛ.1108 /24-9-2003 (ΦΕΚ Β 1960,2003). Με το περιεχόμενο αυτό ο λόγος της έφεσης είναι παραδεκτός και πρέπει να ερευνηθεί και ως προς βάσιμο αυτού.
Από το περιεχόμενο της αγωγής, αλλά και την επισκόπηση του φακέλου της υπόθεσης, καταρχάς προκύπτει ότι ο εκκαλών στις 6-4-2005, διορίστηκε αυτεπαγγέλτως από τον Ανακριτή Πλημμελειοδικών Χανίων ως συνήγορος υπεράσπισης προκειμένου να παραστεί κατά το στάδιο της ανάκρισης για λογαριασμό έντεκα Αιγυπτίων κατηγορουμένων, των οποίων η μόνιμη κατοικία βρίσκεται στην Αίγυπτο, για την κακουργηματική πράξη της από κοινού παράνομης μεταφοράς αλλοδαπών που δεν είχαν δικαίωμα εισόδου, από την Αίγυπτο στην Ελλάδα, από τη μεταφορά δε αυτή θα μπορούσε να προκύψει κοινός κίνδυνος για άνθρωπο.
Τούτο σημαίνει, κατ' αρχάς, α) ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής του Ν. 3226/2004, καθότι οι εν λόγω κατηγορούμενοι δεν ήταν πολίτες κράτους της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ούτε είχαν νομίμως κατοικία ή διαμονή σε κράτος αυτής, σε κάθε δε περίπτωση, η ΚΥΑ με αριθ. ΥΑ 120867/30-12-2005, στην οποία ρητά αναφέρεται η εκκαλουμένη απόφαση, δεν εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθότι αυτή τέθηκε σε ισχύ την 1η-1-2006, ήτοι σε χρόνο μεταγενέστερο από το χρόνο που ανατέθηκε στον εκκαλούντα η παροχή των ανωτέρω δικαστικών ενεργειών.
Επομένως, στην προκείμενη περίπτωση εφαρμόζεται η ΚΥΑ 1085081/1473/Α0012/ΠΟΛ.1108 /24-9- 2003 (ΦΕΚ Β 1960,2003), η οποία ίσχυε κατά το χρόνο εκείνο και σύμφωνα με τον πίνακα της η ελάχιστη αμοιβή για την παράσταση δικηγόρου κατά το στάδιο της ανάκρισης ανέρχεται στο ποσό των 520 ευρώ.
Περαιτέρω, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η υπόθεση των έντεκα αλλοδαπών κατηγορουμένων που ανατέθηκε στον εκκαλούντα, αφορούσε μεν το ίδιο βιοτικό συμβάν, ήτοι την από κοινού παράνομη μεταφορά αλλοδαπών, πλην όμως δε μπορεί να χαρακτηριστεί ως "κοινή υπόθεση που ανατέθηκε με εντολή περισσοτέρων του ενός εντολέων" και να υπαχθεί στη ρύθμιση του άρθρου 167 του "Κώδικα περί Δικηγόρων". Και τούτο διότι, η εν λόγω υπόθεση αφορούσε κάθε κατηγορούμενο ιδιαιτέρως, ενόψει του ότι: α) η απολογία κάθε κατηγορουμένου είναι ξεχωριστή, δεδομένου της αρχής της μυστικότητας που ισχύει κατά το στάδιο της ανάκρισης, χωρίς ο συνήγορος υπεράσπισης να μπορεί να ασκήσει ταυτόχρονα τα υπερασπιστικά καθήκοντά του για το σύνολο των εντολέων του κατηγορουμένων, με αποτέλεσμα να απαιτείται περισσότερος χρόνος για την απασχόλησή του και β) ο αυτεπάγγελτος διορισμός του εκκαλούντος έλαβε χώρα από τον Ανακριτή Πλημμελειοδικών Χανίων, για περισσότερες από μία δικαστικές ενέργειες που αφορούσε την υπεράσπιση καθενός κατηγορουμένου ξεχωριστά, κατά το στάδιο της απολογίας, έναντι της αποδιδόμενης σε αυτόν κατηγορίας (ΕφΑΘ. 8736/1987, ΕλΔνη 1989, σελ. 337).
Επομένως, ο εκκαλών με την ανωτέρω αγωγή του νομίμως ζήτησε να του καταβληθεί ως αμοιβή το ποσό των 520 ευρώ για κάθε παράσταση του ξεχωριστά κατά το στάδιο της ανακριτικής απολογίας των έντεκα κατηγορουμένων ανάκρισης, ήτοι συνολικά το ποσό των 5.720 ευρώ (520 επί 11). Κατά συνέπεια με την σύμφωνα με τα ανωτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εφήρμοσε και ερμήνευσε τις ανωτέρω διατάξεις, γενομένου δεκτού του σχετικού λόγου της κρινόμενης έφεσης ως κατ΄ ουσίαν βάσιμου και ως εκ τούτου πρέπει αφού εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, το παρόν Δικαστήριο να κρατήσει και να δικάσει την από 21-12-2006 αγωγή (αρθ. 535 παρ.1 του ΚΠολΔ) στην ουσία της.
V. Με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων, σύμφωνα με όσα ανωτέρω ειδικότερα εκτίθενται, ζητεί να υποχρεωθεί το εναγόμενο να του καταβάλει ως αμοιβή του για την παρεχόμενη εργασία ύστερα από τον αυτεπάγγελτο διορισμό του από τον Ανακριτή Πλημμελειοδικών Χανίων, συνολικό ποσό των 5.720 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την ημέρα υποβολής των σχετικών παραστατικών στην αρμόδια Οικονομική Υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, άλλως από την "επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση και να καταδικαστεί στη δικαστική του δαπάνη. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή η οποία αρμοδίως δικάζεται από το παρόν Δικαστήριο, ύστερα από την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, (αρθ. 535 παρ.1 του ΚΠολΔ) για την οποία καταβλήθηκε το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις προσαυξήσεις υπέρ των τρίτων {βλ. τα με αριθ. 110574 και 0422854 αγωγόσημα, όπως αναφέρονται στην εκκαλουμένη) είναι νόμιμη στηριζομένη στις διατάξεις των άρθρων 91 του ν.δ. 3026/1954, της ΚΥΑ 1085081/1473/Α0012/ΠΟΛ.1108 /24-9-2003, 346 Α.Κ. και 176 του ΚΠολΔ, εκτός από το παρεπόμενο αίτημα σχετικά με την επιδίκαση τόκων υπερημερίας από την υποβολή των σχετικών παραστατικών στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο, διότι σύμφωνα με το άρθρο 21 του "Κώδικα περί δικών του Δημοσίου" ( διάταγμα της 25.6/10-7-1944 το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το αρθ. 109 παρ.2 του ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι ο τόκος υπερημερίας για τις οφειλές του Δημοσίου αρχίζει μόνον από την επίδοση της καταψηφιστκής αγωγής και δεν αρκεί η υπερημερία που επήλθε μετά από εξώδικη όχληση ή με την παρέλευση της δήλης ημέρας εκπλήρωσης χρηματικής οφειλής, ανεξαρτήτως της φύσης της ενοχής, είτε αυτή πηγάζει από σχέση ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου (Α.Π. 363/2006, δημ. σε Τρ. Νομ. Πληρ. "Νόμος, ΕφΑΘ2886/2008, ΕλΔνη 2009, σελ. 199). Επομένως, η αγωγή κατά το μέρος που είναι νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, είτε αυτά συνιστούν αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε χρησιμεύουν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (οι διάδικοι δεν προέβησαν στην εξέταση μαρτύρων), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 6-4- 2005 ο ενάγων, δικηγόρος ο οποίος είναι μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου, Χανίων, διορίστηκε αυτεπαγγέλτως από τον Ανακριτή Πλημμελειοδικών Χανίων, προκειμένου αυτός να παραστεί ως συνήγορος υπεράσπισης κατά τη λήψη των ανακριτικών απολογιών των ακόλουθων έντεκα κατηγορουμένων για την κακουργηματική πράξη της από κοινού παράνομης μεταφοράς αλλοδαπών στη χώρα κατά συρροή, χωρίς να έχουν δικαίωμα εισόδου σε αυτήν και δη από την Αίγυπτο στην Ελλάδα, από τη μεταφορά δε αυτή μπορούσε να προκύψει κίνδυνος για ανθρώπους {αρθ. 45, 94 παρ.1 του Π.Κ., αρθ. 55 παρ.1 περ. γ' του Ν. 2910/2001, όπως αυτή αντικ. Με αρθ. 37 του Ν. 3153/2003), ήτοι των: 1) ........................ 2) ..............του ................, 3) ............. του .................., 4) .................. του ..........., 5) ...............του ..............., β).......................του ..............., 7) .................. του .........., 8) .................του ............., 9) .................του ....................., 10) ................ του ........ και 11) ..................... του .......... Ολοι δε, οι προαναφερόμενοι κατηγορούμενοι ήταν Αιγυπτιακής υπηκοότητας με μόνιμη κατοικία στην Αίγυπτο. Ο ενάγων, πράγματι ήσκησε τα ανατειθέμενα σε αυτόν καθήκοντα ως συνήγορος υπεράσπισης των ανωτέρω κατηγορουμένων, γεγονός το οποίο συνομολογείται και από το εναγόμενο (βλ. προτάσεις του εναγομένου και σχετική δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη, πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Ειρηνοδικείου Χανίων).
Επομένως, ενόψει του ότι η ανωτέρω υπόθεση ήταν μεν της ίδιας φύσεως για όλους τους κατηγορούμενους καθότι αφορούσε την ίδια κακουργηματική πράξη, ωστόσο δεν ήταν κοινή υπόθεση, αφού τα καθήκοντα του ενάγοντος ασκήθηκαν ξεχωριστά για κάθε κατηγορούμενο κατά την απολογία εκάστου εξ αυτών, ο ενάγων δικαιούται σύμφωνα με το, συνημμένο στην ΚΥΑ 1085081/1473/Α0012/ΠΟΛ. 1108/24-9-2003, πίνακα αμοιβών, να του επιδικαστεί το ποσό των 520 ευρώ για την παράστασή του σε κάθε απολογία κατηγορουμένου, ήτοι συνολικά το ποσό των 5.720 ευρώ (520 επί 11 ανακριτικές απολογίες).
Περαιτέρω, από τα ίδια αποδεικτκά μέσα, αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έλαβε για την προαναφερόμενη απασχόλησή του από το εναγόμενο, μόνο το ποσό των 780 ευρώ (βλ. τη με αριθ. 72605/05/27-6-2006 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης για την έγκριση και αναγνώριση του ποσού των 780 ευρώ), αρνούμενο το τελευταίο να του καταβάλει το υπόλοιπο ποσό των 4.940 ευρώ, καθότι σύμφωνα με τη με αριθ. 14/2006 πράξη της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, οι ενέργειες του ενάγοντος υπήχθησαν στο άρθρο 167 του "Κώδικα Δικηγόρων", χαρακτηριζόμενες ως εργασίες που αφορούσαν κοινή υπόθεση και πραγματοποιήθηκαν κατόπιν εντολής περισσοτέρων του ενός εντολέων, ώστε να πρέπει αυτός να αμοιφθεί με το ελάχιστο όριο αμοιβής για την παράστασή του κατά τη λήψη ανακριτικής απολογίας προσαυξανόμενο κατά 5% για κάθε εντολέα χωρίς να μπορεί σε κάθε περίπτωση η αμοιβή του να υπερβεί το διπλάσιο της κατώτατης αμοιβής. Επομένως, σύμφωνα με όσα αποδείχθηκαν η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στο ενάγοντα το ποσό των 4,940 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών (Α.Π. 752/2007, δημ. σε Τρ. ΝομΠληρ. "Νόμος") κατ' άρθρο 22 παρ.2 του Ν. 3693/1957, όπως τροποποιήθηκε με τη με αριθ. ΚΥΑ 7429/16-2-1988 (εκδοθείσα κατ΄ εξουσιοδότηση του αρθ. 5 παρ.12 του Ν. 1738/1987), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και ουσιαστικά την έφεση.
Εξαφανίζει τη με αριθ. 210/2007 απόφαση του Ειρηνοδικείου Χανίων.
Κρατεί και δικάζει την από 21-12-2008 {αρ. κατ. 383/2006) αγωγή.
Απορρίπτει, ο,τι κρίθηκε απορριπτέο,
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εννιακοσίων σαράντα (4.940,00) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση και
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στα Χανιά στις 27 Απριλίου 2010 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και του πληρεξουσίου δικηγόρου του εφεσιβλήτου στα Χανιά στις 6 Μαΐου 2010.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου